κεφαλοβαρής
From LSJ
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
English (LSJ)
ές, A with a head at the root, of bulbous plants, Arist. Long.467a34, Thphr.HP1.6.8.
German (Pape)
[Seite 1428] ές, kopfschwer, mit schwerem Kopfe; Arist. macrob. 6; Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
κεφᾰλοβᾰρής: -ές, ἔχων βαρεῖαν κεφαλήν, Ἀριστ. π. Μακροβ. καὶ Βραχυβ. 6, 6, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 6, 8.
Greek Monolingual
κεφαλοβαρής, -ές (Α)
(κυρίως για φυτά) αυτός που έχει βαρύ κεφάλι («τῶν φυτῶν τὰ κεφαλοβαρῆ μακροβιώτερα», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο)- + -βαρής (< βάρος), πρβλ. γυιο-βαρής, οινο-βαρής].
Russian (Dvoretsky)
κεφᾰλοβᾰρής: имеющий тяжелую голову или верхушку (τὰ φυτά Arst.).