κεφαλοβαρής

From LSJ
Revision as of 13:25, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεφᾰλοβᾰρής Medium diacritics: κεφαλοβαρής Low diacritics: κεφαλοβαρής Capitals: ΚΕΦΑΛΟΒΑΡΗΣ
Transliteration A: kephalobarḗs Transliteration B: kephalobarēs Transliteration C: kefalovaris Beta Code: kefalobarh/s

English (LSJ)

ές, A with a head at the root, of bulbous plants, Arist. Long.467a34, Thphr.HP1.6.8.

German (Pape)

[Seite 1428] ές, kopfschwer, mit schwerem Kopfe; Arist. macrob. 6; Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

κεφᾰλοβᾰρής: -ές, ἔχων βαρεῖαν κεφαλήν, Ἀριστ. π. Μακροβ. καὶ Βραχυβ. 6, 6, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 6, 8.

Greek Monolingual

κεφαλοβαρής, -ές (Α)
(κυρίως για φυτά) αυτός που έχει βαρύ κεφάλι («τῶν φυτῶν τὰ κεφαλοβαρῆ μακροβιώτερα», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο)- + -βαρής (< βάρος), πρβλ. γυιο-βαρής, οινο-βαρής].

Russian (Dvoretsky)

κεφᾰλοβᾰρής: имеющий тяжелую голову или верхушку (τὰ φυτά Arst.).