κηρομάρμαρος

From LSJ
Revision as of 13:30, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

εὖ γ᾽ εὖ γε ποιήσαντες ὦ Διοσκόρω → well done, well done, you twin Dioscuri!

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κηρομάρμᾰρος Medium diacritics: κηρομάρμαρος Low diacritics: κηρομάρμαρος Capitals: ΚΗΡΟΜΑΡΜΑΡΟΣ
Transliteration A: kēromármaros Transliteration B: kēromarmaros Transliteration C: kiromarmaros Beta Code: khroma/rmaros

English (LSJ)

ὁ, A cement for making drainpipes watertight, Steph.in Hp. 2.384 D.

Greek Monolingual

κηρομάρμαρος, ὁ (Μ)
συγκολλητική ουσία που χρησιμοποιείται για στεγανοποίηση υδραγωγών αρδευτικών σωλήνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + -μάρμαρος (< μάρμαρον), πρβλ. καλλι-μάρμαρος, πολυ-μάρμαρος.