κοινών

From LSJ
Revision as of 18:15, 5 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "q.v." to "q.v.")

ὁκόταν οὖν ταῦτα πληρωθέωσιν, ἐμωρώθη ἡ καρδίη· εἶτα ἐκ τῆς μωρώσιος νάρκη· εἶτ' ἐκ τῆς νάρκης παράνοια ἔλαβεν → now when these parts are filled, the heart becomes stupefied, then from the stupefaction numb, and finally from the numbness these women become deranged

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοινών Medium diacritics: κοινών Low diacritics: κοινών Capitals: ΚΟΙΝΩΝ
Transliteration A: koinṓn Transliteration B: koinōn Transliteration C: koinon Beta Code: koinw/n

English (LSJ)

ῶνος, ὁ, Dor., Arc.κοινάν, ᾶνος (q.v.), A = κοινωνός, which is much more freq., X.Cyr.7.5.35, 8.1.16, 36, 40; of partners in a tax-farming syndicate, PRev.Laws 10.10, al. (iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 1469] ῶνος, ὁ, nur nom. u. acc. plur. zu κοινωνός, Xen. Cyr. 7, 5, 35. 8, 1, 16. Vgl. oben die dor. Form κοινάν.

Greek (Liddell-Scott)

κοινών: -ῶνος, ὁ, Δωρ. κοινάν, ᾶνος, (Böckh διάφ. γραφ. ἐν Πινδ. Π. 3. 28), = κοινωνός, ὅπερ πολλῷ συνηθέστερον, Πίνδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ξεν. Κύρ. 7. 5. 35., 8. 1, 16, 36, 40, πρβλ. ξυνήων.

French (Bailly abrégé)

ῶνος (ὁ) :
c. κοινωνός.

Greek Monolingual

κοινών, -ῶνος και δωρ. τ. κοινάν, -ᾱνος (Α)
1. κοινωνός
2. μέλος συνδικάτου που εισέπραττε έγγειους φόρους, δημοσιώνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κοινεών].

Greek Monotonic

κοινών: -ῶνος, Δωρ. κοινάν, -ᾶνος, ὁ, = κοινωνός, σε Πίνδ., Ξεν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοινών -ῶνος, ὁ [κοινός] Dor. dat. sing. κοινᾶνι, partner.

Russian (Dvoretsky)

κοινών: ῶνος ὁ (дор. dat. sing. κοινᾶνι) Xen., Pind. = κοινωνός II.

Middle Liddell

κοινών, ῶνος, = κοινωνός, Pind., Xen.]