τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόν → what is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful
Full diacritics: κρούστης | Medium diacritics: κρούστης | Low diacritics: κρούστης | Capitals: ΚΡΟΥΣΤΗΣ |
Transliteration A: kroústēs | Transliteration B: kroustēs | Transliteration C: kroystis | Beta Code: krou/sths |
ου, ὁ, = Lat. petulcus, Dosith.p.397 K.
ο (Α κρούστης) κρούω
νεοελλ.
αυτός που κρούει ή το όργανο με το οποίο κρούεται κάτι, επικρουστήρας
αρχ.
αυτός που επιτίθεται και χτυπά με το κεφάλι ή με τα κέρατα.