τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτερος → though they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)
Full diacritics: λείστριον | Medium diacritics: λείστριον | Low diacritics: λείστριον | Capitals: ΛΕΙΣΤΡΙΟΝ |
Transliteration A: leístrion | Transliteration B: leistrion | Transliteration C: leistrion | Beta Code: lei/strion |
τό, = λίστριον, tool for smoothing stone, IG7.3073.119, al. (Lebadea).
λείστριον και λίστριον, τὸ (Α)
εργαλείο για τη λείανση μαρμάρινων πλακών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος, κατά τα θερ-ίστριον, καπ-ίστριον].