λεσχηνεύω

From LSJ
Revision as of 15:35, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεσχηνεύω Medium diacritics: λεσχηνεύω Low diacritics: λεσχηνεύω Capitals: ΛΕΣΧΗΝΕΥΩ
Transliteration A: leschēneúō Transliteration B: leschēneuō Transliteration C: leschineyo Beta Code: lesxhneu/w

English (LSJ)

A chat or converse with, τοῖς πρέσβεσι App.BC2.91:—Med., Heraclit.5, Democr.85, Hp.Decent.7 (v.l.), Prorrh.2.4, Morb.1.19, Nic.Dam.3 J.: —Hdt. has the compds. περιλεσχήνευτος, προλεσχηνεύομαι.

German (Pape)

[Seite 32] (λέσχη), schwatzen, plaudern, τινί, mit Einem, App. B. C. 2, 91 u. a. Sp.; auch im med., Hippocr.; Democr. bei Stob. app. 16, 67; εἴ τις δόμοις λεσχηνεύοιτο Heraclit. bei Clem. Al. admon. p. 33.

Greek (Liddell-Scott)

λεσχηνεύω: (λέσχη) ὁμιλῶ, συνδιαλέγομαι μετά τινος, τινὶ Ἀππ. Ἐμφύλ. 2. 91· ὡσαύτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, συνομιλῶ, συνδιαλέγομαι, Ἱππ. 24. 6., 88C., 454. 9. Ὁ Ἡρόδ. ἔχει τὰ σύνθετα περιλεσχήνευτος, προλεσχηνεύομαι.

French (Bailly abrégé)

converser avec, τινι;
Moy. λεσχηνεύομαι m. sign.
Étymologie: λέσχη.

Greek Monolingual

λεσχηνεύω (AM) λεσχήν
(ενεργ. και μέσ.) συζητώ, συνομιλώ («εἰς τὸ πρόσθεν ἐβάδιζε λεσχημονεύων τοῑς πρέσβεσι», Αππ.).

Greek Monotonic

λεσχηνεύω: (λέσχη), μιλώ, συνδιαλέγομαι με κάποιον, τινί, σε Αππ.· Μέσ., συνομιλώ, συνδιαλέγομαι, πρβλ. προ-λεσχηνεύομαι.

Middle Liddell

λεσχηνεύω, λέσχη
to chat or converse with, τινί App.; in Mid. to chat, converse, cf. προ-λεσχηνεύομαι.