λιθοκαλλής
From LSJ
Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein
English (LSJ)
ές, A of beautiful stone, μορφή App.Anth.2.534 (Halic.).
Greek Monolingual
λιθοκαλλής, -ές (Α)
αυτός που είναι φτειαγμένος από ωραίο λίθο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)- + -καλλής (< κάλλος) πρβλ. α-καλλής, περι-καλλής].