μέτριος
Πάντ' ἀνακαλύπτων ὁ χρόνος πρὸς φῶς φέρει → Omnia revelans tempus in lucem eruit → Die Zeit deckt alles auf und bringt es an den Tag
English (LSJ)
α, ον, also ος, ον Pl.Ti.59d; Aeol. μέτερρος Lyr.Adesp.66 (but A μέτριος Sapph.Oxy.1231.5): (μέτρον):—within measure, moderate, and so, I of Size, μ. ἄνδρες men of average height, Hdt.2.32; μ. πῆχυς the common cubit, Id.1.178; ἰσχὰς μ. a fair-sized fig, Diocl.Fr.140; of Time, μ. μῆκος λόγων the proper length of speech, Pl.Prt.338b; μ. χρόνος ἀκμῆς a fair average time of maturity, Id.R. 460e. II of Number, [ἱππεῖς] μ. a reasonable number of... X. Cyr.2.4.14. III mostly of Degree, moderate, ἔργα Hes.Op.306; μ. νῦν ἔπος εὔχου A.Supp.1059 (lyr.); μ. χάρις E.IA554 (lyr.); σῖτος -ώτατος X.Lac.1.3; τὸ μ. the mean, S.OC1212 (lyr.), cf. Pl.Lg.719e, Plt.284e; ὁμολογεῖται τὸ μ. ἄριστον καὶ τὸ μέσον Arist.Pol.1295b4; περαιτέρω τοῦ μ. X.Mem.3.13.5; πέρα τοῦ μ. Thphr.CP6.1.4; ἐνδοτέρω τοῦ μ. Plu.2.656f; τὰ μ. E.Med.125 (anap.); εἴη γ' ἐμοὶ μέτρια Id.Ion632; τὰ μ. κεκτῆσθαι X.Mem.2.6.22; μ. καὶ δίκαια Ar.Nu. 1137; μ. φιλία a friendship not too great, E.Hipp.253 (anap.); μετρίων λέκτρων μετρίων δὲ γάμων… κῦρσαι θνητοῖσιν ἄριστον Id.Fr.503 (anap.); μ. ἐσθῆτι χρῆσθαι simple dress, Th.1.6; μετρία φυλακῇ not in strict custody, Id.4.30; βίος μ. καὶ βέβαιος Pl.R.466b; μ. σχῆμα modest apparel, Id.Grg.511e; μ. οὐσίαν κεκτῆσθαι Arist.Pol.1292b26; οἱ μ. respectable people, D.18.10; later, poor, μ. καὶ δυστυχεῖς POxy.120.7 (iv A. D.), etc.: with inf., ὅσον οἰόμεθα μέτριον εἶναι πιεῖν just sufficient, Pl.Phd.117b. 2 tolerable, οἷς μὴ μ. αἰών S.Ph.179 (lyr.); ἀπὸ τῶν μ. ἐπ' ἀμήχανον ἄλγος Id.El.140 (lyr.); μ. ἄχθος E.Alc.884 (anap.); κακά Id.Tr.722; ναύταις μ. χειμὼν φέρειν ib. 688; μετρίων δεομένῳ making a moderate request, Hdt.4.84; τυχεῖν τῶν μετρίων Lys.9.4; τὰ μ. tolerable terms. Decr. ap. D.18.165; ἐπὶ μετρίοις Th.4.22; μηδὲν μ. λέγειν nothing tolerably accurate, Pl.Tht. 181b; -ωτάτη ἡ δημοκρατία least intolerable, Arist.Pol.1289b4, cf. Men.532.17 (Sup.). 3 of Persons, moderate in desires and the like, temperate, Ar.Pl.245; -ώτεροι ἐς τὰ πολιτικά Th.6.89; μ. πρὸς τὰς ἡδονάς Pl.Lg.816b; σώφρων καὶ μ. πρὸς τὴν καθ' ἡμέραν δίαιταν Aeschin.3.170; ἐν τῷ σίτῳ X.Cyr.5.2.17; of Love, μάκαρες οἳ μ. θεοῦ (sc. Ἀφροδίτης) μετέσχον E.IA543 (lyr.), cf. Fr.967 (lyr.); εἰ δ' ἦσθα μ. τἄλλα γ' ἡδίστη θεῶν πέφυκας Id.Hel.1105; also, moderate, fair, Thgn.615, Pl.R.396c, etc.; a favourite word in democratic states, μ. καὶ φιλάνθρωπος D.21.185; σαυτὸν -ώτερον παρέχειν ib.134; μ. πρὸς τοὺς ὑπηκόους mild towards... Th.1.77. 4 proportionate, fitting, μισθὸς σώφροσι μ. Pl.Ti.18b; μ. λόγοι X.Smp.8.3. 5 enjoying 'middling' health (cf. μετριάζω 1.3), Cat.Cod.Astr.8(1).182. B Adv. μετρίως moderately, within due limits, ἀπηγήσεσθαι Hdt.2.161; in due measure, neither exaggerating nor depreciating, εἰπεῖν Th.2.35; λέγειν Pl.R.518b; μ. περὶ αὑτῶν διαλεχθέντες Isoc.12.171; μ. ἔχειν to be in due proportion, neither too much nor too little, Pl.Tht.191d; μ. ἔχειν βίου to be moderately well off, Hdt.1.32; μ. φιλοσοφίας ἔχειν Pl.Euthd.305d: Comp. μετριώτερον (infr. 3), also -ωτέρως Arist.HA587a1: Sup. -ώτατα Th.6.88, etc. 2 enough, μ. κεχόρευται Ar.Nu.1511 (anap.); μ. πρὸς τὴν ἐμὴν ἀνάγκην εἰρημένα Id.Ec. 969; moderately, pretty well, ἐν οἰκουμένῃ καὶ μ. πολιτείᾳ Pl.Lg.936b; σωφρονοῦσι καὶ μ. D.6.19; μ. [λέγειν] Men.Pk.262; ἀποδέξασθαι μ. Pl. Tht.161b. 3 modestly, temperately, χαίρειν E.IA921, cf. HF709; ἀποκρίνασθαι X.An.2.3.20; μ. βεβιωκώς Lys. 16.3 (but μ. διάγειν to be moderately off, X.Hier.1.8); πενθεῖν μ. Antiph.53.1; φέρειν Plb.3.85.9; on fair terms, μ. ξυναλλαγῆναι Th.4.19, cf. 20: Comp. -ώτερον, πρός τινας φρονεῖν X.Cyr.4.3.7. 4 μ. ἔχειν to be in 'middling' health, PLips.108.6 (ii/iii A. D.). II neut. μέτριον and μέτρια as Adv., μέτριον ἔχειν Pl.Lg.846c (sed leg. μέτρον) ; μέτρια βασανισθείς Id.Sph.237b: also with Art., τὸ μέτριον ἀποκοιμηθῆναι X.Cyr.2.4.26; τὰ μέτρια διαφέρεσθαι Th.4.19, cf. 8.84.
German (Pape)
[Seite 163] bei den Att. auch 2 Endgn, mäßig, das rechte Maaß habend, haltend, nicht zu groß u. nicht zu klein, nicht übermäßig; αἰών, βίος, Hes. O. 308, ein Leben, das zwischen großem Glück u. großem Unglück die Mittelstraße hält; μέτριον νῦν ἔπος εὔχου, Aesch. Suppl. 1045, mäßig, bescheiden flehe; vgl. ὅστις τοῦ πλέονος μέρους χρῄζει τοῦ μετρίου παρείς, Soph. O. C. 1214; ὦ δύστανα γένη βροτῶν, οἷς μὴ μέτριος αἰών, Phil. 179, von übergroßem Unglück; vgl. οὐ μέτρια πάσχομεν κακά, Eur. Troad. 717; ὄχλος, χειμών, Ion 635 Troad. 683; τῶν μετρίων τοὔνομα νικᾷ, Med. 125; dah. μέτριος ἀνήρ, Ar. Plut. 245, der auch μέτρια καὶ δίκαια vrbdt, Nubb. 1121; μέτριος πῆχυς, ein mittleres Ellenmaaß, das zwischen zu lang u. zu kurz die Mitte hält, Her, 1, 72; οὔτε τοὺς Ἀθηναίους ἐπὶ μετρίοις ποιήσοντας ἃ προὐκαλοῦντο, unter mäßigen Bedingungen, Thuc. 4, 22; μετρίᾳ ἐσθῆτι πρῶτοι ἐχρήσαντο, 1, 6, von den Lacedämoniern gesagt, im Ggstz der üppigen u. weichlichen Kleidung der Ionier; φυλακῇ μετρίᾳ τηρεῖν, ib. 30; τὰ μέτρια ἐπιθεραπεύειν, was Einem zukommt, das Pflichtmäßige, 8, 84; οἱ τὰ μέτρια διενεχθέντες werden den μειζόνως ἐχθροί entggstzt, 1, 19; πρὸς τοὺς ὑπηκόους μέτριοι ὄντες, mäßig, billig, gerecht, 1, 77; vgl. Pol. 8, 21, 8; μέτριος λόγος, χρόνος u. vgl. , Plat. Phil. 32 a Rep. V, 460 c u. Folgde, gew. als Lob, der sich immer in der rechten Mitte hält, sich nicht durch Leidenschaft über das rechte Maaß hinausführen läßt, u. daher im Freistaat der gute Bürger, der sich nicht über seine Mitbürger od. über die Gesetze erhebt; μέτριος τὸν τρόπον, Din. 2, 8; μ. καὶ φιλάνθρωπος, Dem. 21, 185; σώφρονα καὶ μέτριον πρὸς τὴν δίαιταν, im Ggstz von ἀσέλγεια τῆς δαπάνης, Aesch. 3, 170; Pol. vrbdt μέτριοι καὶ πραεῖς καὶ φιλάνθρωποι, 18, 20, 7; τὰ μέτρια καὶ τὰ ἀναγκαῖα, 1, 18, 11; auch τὰ μέτρια τῶν ἀξιουμένων, billige Forderungen, 26, 1, 2; Plut. vrbdt πράξεις τὸ μέτριον καὶ τὸ χρήσιμον ἡμῖν ἐχούσας, de virt. moral. 4; μέτριος καὶ ἰσότιμος, Hdn. 2, 4, 18; neben ἐπιεικής, Luc. Vit. auct. 26. – Adv. μετρίως, mäßig, καὶ σωφρόνως πράττειν, Plat. Rep. III, 399 b; μετριώτατα τῇ ψυχῇ προσφέρειν, im richtigsten Maaße, 412 a; hinreichend, δοκεῖ μοι δεδηλῶσθαι μετρίως, Phaedr. 277 b, öfter; aber μετρίως γάρ μοι δοκεῖς εἰρηκέναι ist = angemessen, passend, 236 a u. öfter; καὶ οἶμαι αὐτὰ μετρίως ἔχειν, Apol. 39 b; μετρίως προειρῆσθαι, Aesch. 1, 3; μετρίως φέρειν τι, geduldig, Pol. 3, 85, 9 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μέτριος: -α, -ον, καὶ ἐνίοτε ος, ον, Πλάτ. Τίμ. 59D· (μέτρον)· ― ὡς καὶ νῦν, 1) ἐπὶ μεγέθους, μ. ἄνδρες, μετρίου ἀναστήματος, συνήθους δηλ., Ἡρόδ. 2. 23· μ. πῆχυς, ὁ συνήθης π., ὁ αὐτ. ἐν 1. 178· οὕτως ἐπὶ χρόνου, μ. μῆκος λόγων, μετρίως μακρὸς λόγος, Πλάτ. Πρωτ. 338Β· μ. χρόνον ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 460Ε, κτλ. ΙΙ. ἐπὶ ἀριθμοῦ, ὀλίγοι, μερικοί, Ξεν. Κύρ. 2. 4, 12. ΙΙΙ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ βαθμοῦ, ὁ σταθερῶς ἐμμένων εἰς τὸν μέσον ὅρον, Λατ. modestus, σοὶ δ’ ἔργα φίλ’ ἔστω μέτρια κοσμεῖν, ἔνθα ὁ Τζέτζ. ἑρμηνεύει: «σοὶ δὲ προσφιλῆ ἔστωσαν τὰ μέτρια ἔργα, ἤτοι τὰ σεμνὰ καὶ μὴ ἀπρεπῆ»· ἀλλ’ ὁ Paley ἑρμηνεύει: ἔχε ἐν τάξει μετρίου μεγέθους γεωργικὴν ἔπαυλιν, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 304· μέτριον νῦν ἔπος εὔχου Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1060· μ. Ἀφροδίτας, χάρις Εὐρ. Ι. Α. 543, 555· σῖτος μετριώτατος Ξεν. Λακ. 1, 3· ― συχνάκις ἐπὶ μέσου τρόπου ἢ μέσης καταστάσεως, Τραγ., κτλ.· τὸ μέτριον, ὁ μέσος ὅρος, Λατ. aurea mediocritas, Σοφ. Ο. Κ. 1212, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 716C, κτλ.· οὕτω, τὰ μέτρια Εὐρ. Μήδ. 125· εἴη δ’ ἔμοιγε μέτρια ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 632· μετρίων δέεσθαι Ἡρόδ. 4. 84· τὰ μ. κεκτῆσθαι Ξεν. Ἀπομν. 2, 6, 22· μ. καὶ δίκαια Ἀριστοφ. Νεφ. 1137· μέτρια πράττειν Μένανδρ. ἐν «Ἀδελφοῖς» 9· ― οὕτω, μ. φιλία, οὐχὶ πολὺ μεγάλη, Εὐρ. Ἱππ. 253· μετρίων λέκτρων, μετρίων δὲ γάμων... κύρσαι θνητοῖσιν ἄριστον ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 505· μ. ἐσθῆτι χρῆσθαι, κοινὰ ἐνδύματα, Θουκ. 1. 6· μετρίᾳ φυλακῇ, ἐν οὐχὶ αὐστηρᾷ φυλακῇ, ὁ αὐτ. ἐν 4. 30· βίος μ. καὶ βέβαιος Πλάτ. Πολ. 466Β· μ. σχῆμα, μετριόφρων ἱματισμός, ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 511Ε· μετρίαν οὐσίαν κεκτῆσθαι, ἐπὶ τῶν ἀνηκόντων εἰς τὴν μεσαίαν τάξιν, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 6, 2· οἱ μέτριοι, οἱ κοινοὶ τῶν ἀνθρώπων, οἱ συνήθεις, Δημ. 228. 20· οὕτω, τὸ μ. Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 11, 4· ― ὡσαύτως, ὅσον οἰόμεθα μέτριον εἶναι πιεῖν, ἀκριβῶς ἀρκετόν, Πλάτ. Φαίδων 117Β. 2) μέτριος, «ὑποφερτός», ἀρκετός, οἷς μὴ μέτριος αἰὼν Σοφ. Φιλ. 179 ἀπὸ τῶν μ. ἐπ’ ἀμήχανον ἄλγος ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 140· μ. ἄχθος Εὐρ. Ἄλκ. 884· κακὰ ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 717· ὡσαύτως, μ. ἦν χειμὼν φέρειν ὁ αὐτ. ἐν 683· μετρίων δέεσθαι, μέτρια αἰτεῖν, Ἡρόδ. 4. 84· τυγχάνειν τῶν μετρίων Λυσ. 114. 34· τὰ μ., ὅροι ὑποφερτοί, παρὰ Δημ. 283. 6· ἐπὶ μετρίοις Θουκ. 4. 22· μηδὲν μ. λέγειν Πλάτ. Θεαίτ. 181Β· μετριωτάτη ἡ δημοκρατία, ἡ ἐλάχιστον ἀφόρητος, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 2, 2. 3) ἐπὶ προσώπων μέτριος κατὰ τὰς ἐπιθυμίας καὶ τὰ ὅμοια, μετριόφρων, ἐγκρατής, Εὐρ. Ἑλ. 1105, Ἀριστοφ. Πλ. 245· μετριώτεροι ἐς τὰ πολιτικὰ Θουκ. 6. 89· μέτρ. πρὸς τὰς ἡδονὰς Πλάτ. Νόμ. 816Β· πρὸς δίαιταν Αἰσχίν. 78. 4· ἐν τῷ σίτῳ Ξεν. Κύρ. 5. 2, 17· παρὰ μεταγεν. ἰδίως ἐπὶ ἔρωτος, Wyttenb. εἰς Πλούτ. 2. 132Α· ― ὡσαύτως, μέτριος, δίκαιος, ἐνάρετος, Θέογν. 615, καὶ συχν. παρὰ Πλάτ.· ἦτο δὲ λέξις σφόδρα προσφιλὴς ἐν ταῖς δημοκρατουμέναις πόλεσι, μ. καὶ φιλάνθρωπος Δημ. 574. 15· μ. ἑαυτὸν παρέχειν ὁ αὐτ. ἐν 559. 2· ― μ. πρὸς τοὺς ὑπηκόους, πρᾶος, ἤπιος πρός..., Θουκ. 1. 77. 4) ἀνάλογος, ἁρμόδιος, μισθὸς μ. τοῖς σώφροσι Πλάτ. Τίμ. 18Β· μ. λόγοι Ξεν. Συμπ. 8, 3. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «μέτριοι· ἐπιεικεῖς. μικροί, εὐτελεῖς. καὶ οἱ μεμετρημένην οὐσίαν ἔχοντες». Β. Ἐπίρρ. μετρίως, ἐν τῷ προσήκοντι μέτρῳ, ἐντὸς τῶν ὁρίων, λέγειν Ἡρόδ. 2. 161· ἐν τῷ προσήκοντι μέτρῳ, ἄνευ ἐξογκώσεων ἢ ἐλαττώσεων, δικαίως, εἰπεῖν Θουκ. 2. 35· μ. διαλέγεσθαι περί τινος Ἰσοκρ. 269Α, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 518Β· μ. ἔχειν, ἐν καλῇ ἀναλογίᾳ, δηλ. οὔτε παρὰ πολὺς οὔτε ὀλίγος, ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 191D· μ. ἔχω τοῦ βίου, εἶμαι ἐν μετρίᾳ καταστάσει περιουσίας, Ἡρόδ. 1. 32· ― συγκρ. μετριώτερον (κατωτ. 3), ἀλλ’ ὡσαύτως -ωτέρως, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 9, 3· ὑπερθετ. -ώτατα, Θουκ. 6. 88, κτλ. 2) ἀρκετά, ἀρκούντως, μετρίως κεχόρευται Ἀριστοφ. Νεφ. ἐν τέλ.· μ. εἰρημένα πρὸς τὴν ἐμὴν ἀνάγκην ὁ αὐτ. ἐν Ἐκκλ. 969· μετρίως, ἀρκετὰ καλά, Πλάτ. Νόμ. 936Β, Δημ. 70. 21· τινός, ὡς πρός τι, Ἡρόδ. 1. 32, Πλάτ. Εὐθύδ. 305D. 3) οὐχὶ ὑπερβολικῶς, χαίρειν Εὐρ. Ι. Α. 921, πρβλ. Ἡρ. Μαιν. 709· ἀποκρίνεσθαι Ξεν. Ἀν. 2. 3, 30· μ. βεβιωκέναι Λυσ. 145. 40· (ἀλλά, μ. διάγειν, εὑρίσκομαι ἐν μετρίᾳ, δηλ. οὐχὶ καλῇ καταστάσει, Ξεν. Ἱέρ. 1. 8)· πενθεῖν μ. Ἀντιφ. ἐν «Ἀφροδισ.» 2· φέρειν Πολύβ. 3. 85, 9· - μὲ δικαίους ὅρους, μ. ξυναλλαγῆναι Θουκ. 4. 19, πρβλ. 20· μὲ καλὸν τρόπον, Πλάτ. Θεαίτ. 161Β, 179Α· ἴδε ἐν λέξ. ὀργάζω· - συγκρ., μετριώτερον πρός τινα φρονεῖν Ξεν. Κύρ. 4. 3, 7. II. τὸ οὐδ. ἑνικ. καὶ πληθ. μέτριον καὶ μετρία εἶναι ἐν χρήσει ὡς ἐπίρρ., μέτριον ἔχειν Πλάτ. Νόμ. 846C· μέτρια βασανισθῆναι ὁ αὐτ. ἐν Σοφ. 237Β· - ὡσαύτως μετὰ τοῦ ἄρθρου, τὸ μέτριον ἀποκοιμηθῆναι Ξεν. Κύρ. 2. 4, 26· τὰ μέτρια διαφέρεσθαι Θουκ. 4. 19, πρβλ. 8. 84.
French (Bailly abrégé)
α ou ος, ον :
mesuré, modéré, moyen;
1 en parl. de hauteur, de grandeur μετρία πῆχυς HDT la coudée moyenne ou ordinaire;
2 avec idée de temps μέτριον χρόνον XÉN pendant un temps suffisant;
3 avec idée de nombre ou de quantité μέτρια ὕδατα PLUT quantités d’eau suffisantes;
4 avec idée de degré μετρία ἐσθής THC vêtement simple ; peu nombreux ; μὴ μέτριος αἰών SOPH existence non ordinaire (où tout est excessif, le bien ou le mal) ; μέτριος ἀνήρ XÉN homme de condition moyenne ; μέτρια κεκτῆσθαι XÉN posséder une fortune moyenne ; τὸ μέτριον, τὰ μέτρια ATT la juste mesure ; ἐπὶ μετρίοις THC à des conditions modérées ; au sens mor. modéré, mesuré, réglé : μέτριος ἀνήρ PLAT homme sage, honnête, mesuré dans son langage comme dans sa conduite ; μέτριος πρὸς τοὺς ὑπηκόους THC modéré à l’égard de ses sujets ; μέτρια τὰ περὶ σεαυτοῦ λέγεις LUC tu parles de toi avec modestie ; τὸ μέτριον SOPH vie d’une durée moyenne ou ordinaire ; τὰ μέτρια EUR modération de vie, vie modeste.
Étymologie: μέτρον.
Greek Monolingual
-α, -ο (ΑΜ μέτριος, -ία, -ον, Α θηλ. και -ος, αιολ.τ. μέτερρος)
1. αυτός που έχει την ορθή αναλογία, που υπάρχει ή γίνεται με μέτρο, κανονικός, μέσος (α. «μέτριο ανάστημα» β. «μέτρια θερμοκρασία» γ. «ἁπτόμενοι δὲ σφι ἐπελθεῑν ἄνδρας σμικροὺς μετρίων ἐλάσσονας ἀνδρῶν», Ηρόδ.)
2. αυτός που η αξία του είναι η συνηθισμένη, κοινός («μετρία δ' αὖ ἐσθῆτι καὶ εἰς τὸν νῡν τρόπον πρῶτοι Λακεδαιμόνιοι ἐχρήσαντο», Θουκ.
3. το ουδ. ως ουσ. το μέτριο(ν)
η μετριότητα
νεοελλ.
1. μτφ. αυτός του οποίου η αξία ή η ποιότητα είναι κατώτερη του κοινού μέτρου, ασήμαντος, δευτερεύων, κατώτερος
2. (για ρόφημα καφέ) αυτός που έχει παρασκευαστεί με μέτρια ποσότητα ζάχαρης και καφέ, σε αντιδιαστολή προς τον ελαφρύ και τον γλυκύ
3. το ουδ. ως ουσ. (λογ.) ο δεύτερος τρόπος του κατηγορικού συλλογισμού δευτέρου σχήματος
μσν.-αρχ.
1. σεμνός, μετριόφρων, ταπεινόφρων («μέτριον νῡν ἔπος εὔχου», Αισχύλ)
2. μετριοπαθής, εγκρατής («σώφρων καὶ μέτριος πρὸς τὴν καθ' ἡμέραν δίαιταν», Αισχίν.)
3. λιγοστός
4. το αρσ. ως ουσ. ὁ μέτριος
ο φτωχός
αρχ.
1. αυτός που δείχνει επιείκεια
2. αυτός που μπορεί να τον υπομείνει κάποιος, υποφερτός («ὦ δύστανα γένη βροτῶν, οἶς μὴ μέτριος αἰών», Σοφ.)
3. ο πράος, ο ήπιος, ο μαλακός, ο μη τυραννικός («καὶ ἧσσον ἡμῶν πρὸς τοὺς ὑπηκόους μετρίοις οὖσι», Θουκ.)
4. δίκαιος, ενάρετος («οἷον ἔστι μέτριος καὶ φιλάνθρωπός τις ἡμῶν καὶ πολλούς ἐλεῶν», Δημοσθ.)
5. ανάλογος, κατάλληλος, αρμόδιος, ταιριαστός («μισθὸς σώφροσι μέτριος», Πλάτ.)
6. αρκετός («ἱππέας μοι προσθεὶς ὁπόσοι δοκοῡσι μέτριοι εἶναι», Ξεν.)
7. αυτός πού έχει μέτρια υγεία
8. το αρσ. ως ουσ.
α) συνηθισμένος άνθρωπος, κοινός θνητός
β) αξιοσέβαστος άνθρωπος
9. το ουδ. ως ουσ. τὸ μέτριον
α) ο μέσος όρος («ὁμολογεῑται τὸ μέτριον ἄριστον καὶ τὸ μέσον», Αριστοτ.)
β) το μη υπερβολικό, το πρέπον
10. φρ. α) «ἐπὶ τοῖς μετρίοις» — με όχι υπερβολικούς, με υποφερτούς όρους
β) «μέτριόν έστι»
(με απρμφ.) είναι αρκετό να...
επίρρ...
μετρίως και μέτρια (ΑΜ μετρίως, Α και μέτριον και μέτρια)
ούτε πολύ, ούτε λίγο, μέσα στα όρια, όσο πρέπει, με μέτρο, όχι υπερβολικά
νεοελλ.
(στη σχολική βαθμολογία) αξιολόγηση κατά την οποία ο μαθητής βρίσκεται λίγο πιο πάνω από τη βάση
μσν.
1. πολύ
2. με φρόνηση, συνετά
3. φρ. «οὐ μετρίως» — πάρα πολύ, υπερβολικά
μσν.-αρχ.
1. αρκετά, ικανοποιητικά
2. με μετριοφροσύνη, κόσμια
αρχ.
1. (με το ρ. ἔχω) σε περιουσιακή κατάσταση μέτρια, όχι αρκετά, όχι ικανοποιητικά («πολλοὶ δὲ μετρίως ἔχοντες τοῦ βίου εὐτυχέες», Ηρόδ.)
2. (για συνθήκη, συμφιλίωση κ.λπ.) ευνοϊκά, με καλούς όρους
3. πολύ καλά, αρκετά καλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέτρον + κατάλ. -ιος. Το επίθ. αρχικά χρησιμοποιήθηκε με καλή σημ. για να χαρακτηρίσει αυτόν που τηρεί, που ανταποκρίνεται στο μέτρο (πρβλ. σώφρων, φιλάνθρωπος), ενώ μεταγενέστερα η λ. κατέληξε να σημαίνει αυτόν του οποίου η αξία είναι κατώτερη του κοινού μέτρου, τον ασήμαντο, τον κατώτερο (πρβλ. μετριότητα)].
Greek Monotonic
μέτριος: -α, -ον και -ος, -ον (μέτρον),·
Α. εντός των πλαισίων του μέτρου, απ' όπου:
I. λέγεται για μέγεθος, μετρίου ύψους, σε Ηρόδ.· μέτριος πῆχυς, η μέτρια, η συνήθης μονάδα μέτρησης μήκους, στον ίδ.· ομοίως λέγεται για χρόνο, σύνηθες, μέτριο χρονικό διάστημα, σε Πλάτ.
II. χρησιμ. για αριθμό, για ποσότητα, λίγος, σε Ξεν.
III. 1. λέγεται για κοινωνική βαθμίδα, αυτός που έχει ταπεινή προέλευση, μέτριος, κοινός, σε Ησίοδ., Ευρ. κ.λπ.· ταπεινής ή μεσαίας κοινωνικής τάξης, σε αντίθ. προς την υψηλή ή πολύ χαμηλή κοινωνική τάξη, στους Τραγ. κ.λπ.· τὸ μέτριον, το κοινό, το σύνηθες, Λατ. aurea mediocritas, σε Σοφ.· ομοίως, τὰ μέτρια, σε Ευρ. κ.λπ.· ομοίως, μετρία φιλία, μια όχι και τόσο σπουδαία φιλία, στον ίδ.· μετρίῳ ἐσθῆτι χρῆσθαι, κοινό, καθημερινό φόρεμα, σε Θουκ.· μετρίᾳ φυλακῇ, χωρίς στενή συνοδεία, στον ίδ.· οἱ μέτριοι, συνήθεις άνθρωποι, το κοινό είδος, σε Δημ.· επίσης, ὅσον οἰόμεθα μέτριον εἶναι, μόλις επαρκές, σε Πλάτ.
2. μετριοπαθής, ανεκτικός, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· τὰ μέτρια, μετριοπαθείς, επιεικείς όροι, σε Θουκ.
3. λέγεται για πρόσωπα, μετριοπαθής, μετρημένος, ενάρετος, σε Θέογν., Ευρ.· μετριώτεροι ἐς τὰ πολιτικά, σε Θουκ.· μέτριοι πρὸς δίαιταν, σε Αισχίν.
4. συμμετρικός, κατάλληλος, σε Ξεν. Β. I. 1. επίρρ. μετρίως, μετριοπαθώς, εντός των καθορισμένων ορίων, στο καθορισμένο μέτρο, δικαίως, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· μετρίως ἔχειν τοῦ βίου, είναι μετρίως ευκατάστατος, σε Ηρόδ.· συγκρ. μετριώτερον, υπερθ. -ώτατα, σε Θουκ.
2. αρκετά, επαρκώς, σε Αριστοφ. κ.λπ.
3. σεμνά, με μετριοπάθεια, σε Ευρ., Ξεν.· με δίκαιους όρους, σε Θουκ.
II. το ουδ. μέτριον και μέτρια χρησιμ. επίσης ως επίρρ., σε Πλάτ.· με άρθρο, τὸμέτριον, σε Ξεν.· τὰ μέτρια, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
μέτριος: 3, реже
1) средний, среднего роста, нормальный (ἄνδρες Her. - ср. 10);
2) обыкновенный, общепринятый (πῆχυς Her.);
3) среднего протяжения (μῆκος Plat.);
4) средней продолжительности или непродолжительный (χρόνος Plat.);
5) средний, посредственный (ἔργα Hes.; οὐσία Arst.); скромный, простой (ἐσθής Thuc.; σῖτος Xen.; βίος Plat.);
6) умеренный, сдержанный (ἔπος Aesch.; χάρις Eur.): μ. ἔς τι Thuc., πρός τι Plat. и ἔν τινι Xen. умеренный в чем-л.;
7) сносный, терпимый (ἄχθος, κακά Eur.);
8) кроткий, мягкий (πρὸς τοὺς ὑπηκόους Thuc.);
9) подходящий, достаточный (μισθός Plat.);
10) правильный, справедливый (λόγος Xen.; ἀνήρ Plat.). - см. тж. μέτριον.
Middle Liddell
μέτριος, η, ον μέτρον
within measure, and so,
I. of Size, of average height, Hdt.; μ. πῆχυς the common cubit, Hdt.; so of Time, moderate, Plat.
II. of Number, few, Xen.
III. of Degree, holding to the mean, moderate, Hes., Eur., etc.:—of a mean or middle state, opp. to a high or low estate, Trag., etc.; τὸ μέτριον the mean, Lat. aurea mediocritas, Soph.; so, τὰ μέτρια Eur., etc.; —so, μ. φιλία a friendship not too great, Eur.; μ. ἐσθῆτι χρῆσθαι common dress, Thuc.; μετρίᾳ φυλακῇ not in strict custody, Thuc.; οἱ μέτριοι common men, the common sort, Dem.:—also, ὅσον οἰόμεθα μέτριον εἶναι just sufficient, Plat.
2. moderate, tolerable, Hdt., Soph., etc.; τὰ μ. moderate terms, Thuc.
3. of Persons, moderate, temperate, virtuous, Theogn., Eur.; μετριώτεροι ἐς τὰ πολιτικά Thuc.; μέτρ. πρὸς δίαιταν Aeschin.
4. proportionate, fitting, Xen.
B. adv. μετρίως, moderately, within due limits, in due measure, fairly, Hdt., Thuc., etc.; μ. ἔχειν τοῦ βίου to be moderately well off, Hdt.:—comp. μετριώτερον, Sup. -ώτατα, Thuc.
2. enough, sufficiently, Ar., etc.
3. modestly, temperately, Eur., Xen.:— to fair terms, Thuc.
II. the neut. μέτριον and μέτρια are also used as adv., Plat.:—with Art., τὸ μέτριον Xen.; τὰ μέτρια Thuc.
English (Woodhouse)
common, indifferent, middle-class, moderate, plain, poor, temperate, tolerable, moderately good, not excessive, poor in quality, self-restrained