νεκροφάγος
From LSJ
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
English (LSJ)
[ᾰ], ον, A eating corpses or carrion, ὄρνιθες D.C.47.40.
German (Pape)
[Seite 238] Leichname, Aas fressend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
νεκροφάγος: [ᾰ], -ον, ὁ τρώγων νεκρὰ σώματα, ὄρνιθες Δίων Κ. 47. 40.
Greek Monolingual
-ο (Α νεκροφάγος, -ον)
(για ζώα και έντομα) αυτός που τρώγει πτώματα («νεκροφάγοι ὄρνιθες», Δίων, Κ.)
νεοελλ.
ζωολ. κατηγορία κολεόπτερων εντόμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + -φάγος (< θ. φαγ-, πρβλ. ἔ-φαγ-ον, αόρ. β' του ἐσθίω), πρβλ. σαρκο-φάγος, ωμο-φάγος.