νεῦρον

From LSJ
Revision as of 13:10, 14 September 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " in pl." to " in plural")

φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεῦρον Medium diacritics: νεῦρον Low diacritics: νεύρον Capitals: ΝΕΥΡΟΝ
Transliteration A: neûron Transliteration B: neuron Transliteration C: neyron Beta Code: neu=ron

English (LSJ)

τό, A sinew, tendon, once in Hom., in plural, of the tendons at the feet, περὶ δ' ἔγχεος αἰχμῇ νεῦρα διεσχίσθη Il.16.316, cf. Hp.Art. 11, etc.; τὰ ν. οἷα ἐπιτείνεσθαι καὶ ἀνίεσθαι Pl.Phd.98c; ν. ἐξ ἰνῶν [γίγνεται] Id.Ti.82c; σάρκες καὶ ν. ibid.; σύγκειταί μου τὸ σῶμα ἐξ ὀστῶν καὶ ν. Id.Phd.98c, cf. Arist.HA515a27, al.: used adjectivally, ib.540a18 (s.v.l.). b ν. ἔναιμον vein, Hp.Liqu.2, cf. Ruf. Onom.208. 2 metaph., in plural, nerves, sinews, τὰ ν. τῆς τραγῳδίας, of the lyric odes, Ar.Ra.862; ὑποτέτμηται τὰ ν. τῶν πραγμάτων Aeschin.3.166; ἕως ἐκτέμῃ ὥσπερ ν. ἐκ τῆς ψυχῆς Pl.R.411b; ἐκτ. τὰ ν. [οἴνου] Plu.2.692c; also πόλις ἥτις μὴ νεῦρ' ἐπὶ τοὺς ἀδικοῦντας ἔχει D.19.283: less freq. in sg., τὸ ν. ὑποκόπτοντες τῆς δυνάμεως J.BJ 5.1.4; χρήματα ν. πολέμου App.BC4.99. II cord made of sinew, e. g. bowstring, Il.4.122; string fastening the head of the arrow to the shaft, ib.151; also δέρματα συρράπτειν νεύρῳ βοός Hes.Op.544; cord of a sling, X.An.3.4.17, Q.S.11.112; bowstring, Ach.Tat.3.8. 2 = νευρά 3, Plb.4.56.3, App.Mith.107. 3 string of a lyre, AP9.584.9, Luc.DMar.1.4. III in plural, fibres of plants, Pl.Plt. 280c. IV nerves, as organs of sensation, first in Erasistr. ap. Gal.5.602; ν. πρακτικά, αἰσθητικά, etc., Ruf.Onom.211; ν. κινητικά, προαιρετικά, Gal.2.613, 739; ν. ἀκουστικόν Alex.Aphr.Pr.1.71, cf. Gal.2.831, Plot.4.3.23. V penis, Pl.Com.173.19, Gal.8.442. (Cf. Skt. snā´van-, Avest. snāvarə, 'sinew', 'bond'.)

Greek (Liddell-Scott)

νεῦρον: τό, (ἴδε ἐν τέλ.)· Ι. τὸ «νεῦρον», ἡ λευκὴ καὶ στιλπνὴ ἄκρα τοῦ μυός, δι’ ἧς οὗτος προσκολλᾶται εἰς τὸ ὀστοῦν, ἐπί τε ζῴων καὶ ἐπὶ ἀνθρώπων (παρὰ τοῖς μετέπειτα συγγραφεῦσι τένων, τόνος, καὶ παρὰ τοῖς μεταγεν. Ἰατρ. ἀπονεύρωσις)· ἐπὶ τῆς σημασίας ταύτης παρ’ Ὁμήρῳ μόνον ἅπαξ, ἐν τῷ πληθ., ἐπὶ τῶν τενόντων τῶν ποδῶν, περὶ δ’ ἔγχεος αἰχμῇ νεῦρα διεσχίσθη Ἰλ. Π. 316· συχνάκις παρ’ Ἱππ. καὶ Ἀττ.: τὰ νεῦρα οἷα ἐπιτείνεσθαι καὶ ἐφίεσθαι [τὰ ὀστᾶ] Πλάτ. Φαίδων 98D· ν. ἐξ ἰνῶν [γίγνεται] ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 82C· σάρκες καὶ ν. αὐτόθι· ξύγκειταί μοι τὸ σῶμα ἐξ ὀστῶν καὶ ν. ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 98C· συχνάκις παρ’ Ἀριστ.· (π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 2, 9 κεῖται ἐπιθετικῶς, ἀλλ’ ἴσως ἡ ἀληθὴς γραφὴ εἶναι νεύρινον, ὅμοιον πρὸς νεῦρον): ― ὡσαύτως, νεῦρον ἔναιμον, φλέψ, Ἱππ. 425. 48. 2) μεταφορ. ἐν τῷ πληθ., «νεῦρα», ῥώμη, ἰσχύς, δύναμις, δραστηριότης, τὰ νεῦρα τῆς τραγῳδίας, ἐπὶ τῶν λυρικῶν ᾠδῶν, Ἀριστοφ. Βάτρ. 862· ὑποτέτμηται τὰ νεῦρα τῶν πραγμάτων Αἰσχίν. 77. 27· οὕτως, ἐκτέμνειν ὥσπερ τὰ νεῦρα ἐκ τῆς ψυχῆς Πλάτ. Πολ. 411B· ἐκτέμνειν τὰ νεῦρα [οἴνου] Πλούτ. 2. 692C· πρβλ. ἐκνευρίζω· ὡσαύτως, νεῦρα ἔχειν Δημ. 432. 10· πρβλ. ἴς. ΙΙ. χορδὴ ἢ σχοινίον ἐκ νεύρων κατεσκευασμένον, νεῦρόν τε καὶ ὄγκους, «νεῦρον μὲν ἐν ᾧ δέδεται τὸ σίδηρον τοῦ βέλους πρὸς τὸν κάλαμον, ὄγκους δὲ τὰς ἀκίδας καὶ ἐξοχὰς τοῦ βέλους» (Σχόλ.), Ἰλ. Δ. 151· οὕτω, δέρματα συρράπτειν νεύρῳ βοὸς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 542· ἡ χορδὴ σφενδόνης, Ξεν. Ἀν. 3. 4, 17, πρβλ. Κόϊντ. Σμ. 11. 112· ― ὡσαύτως, ἡ χορδὴ τόξου, ὡς τὸ νευρά, γλυφίδας τε λαβὼν καὶ νεῦρα βόεια, πιάσας ὁμοῦ τὰς παρὰ τοῖς πτεροῖς ἐντομὰς τοῦ βέλους καὶ τὴν νευράν, Ἰλ. Δ. 122, Πολύβ. 4. 56, 3, Ἀππ. Μιθρ. 107, Νόνν., κλ.· ― ἡ χορδὴ λύρας, Ἀνθ. Π. 9. 584, Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 1. 4. ΙΙΙ. ἐπὶ τῶν ἰνῶν τῶν φυτῶν, Πλάτ. Πολιτικ. 280C. IV. ἐπὶ τῶν νεύρων, ἤτοι τῶν ὀργάνων τῆς αἰσθήσεως ἐκπορευομένων ἐκ τοῦ ἐγκεφάλου, ἡ χρῆσις οὐχὶ πρὸ τῶν χρόνων τοῦ Γαληνοῦ. V. ὡς τὸ Λατ. nervus = penis, τὸ πέος, τρίγλη οὐκ ἐθέλει νεύρων περιήρανος εἶναι, παρθένου γὰρ Ἀρτέμιδος ἔφυ καὶ στύματα μισεῖ Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Φάωνι» 1. 20. (Πρὸς τὰς λ. νευρά, νεῦρον, πρβλ. Λατ. ner-vus, nerv-iae (ἐξ ἐντέρων χορδαί), nerv-osus· ― ἀλλ’ ἡ ῥίζα φαίνεται ἦτο snar, πρβλ. Ἀρχ. Γερμ. snar-a, snar-ahha, snu-or (snare), καὶ πιθαν. Σανσκρ. snâ-yus, snâ-sâ (tendo, nervus), Ζενδ. śna (tendo)).

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
I. nerf, fibre ; fig. force, vigueur (cf. franç. le nerf de la guerre, des affaires, etc.);
II. objet fait de nerfs ou de tendons d’animaux :
1 corde ou courroie;
2 corde d’instrument.
Étymologie: p. νέρϜον ; cf. νευρά, lat. nervus.

English (Autenrieth)

sinew, tendon; as bowstring, Il. 4.122; also for a cord to bind the arrow-head to the shaft, Il. 4.151.

Spanish

nervio, fibra

Greek Monolingual

νεῡρον, τὸ (ΑΜ)
βλ. νεύρο.

Greek Monotonic

νεῦρον: τό,
I. 1. νεύρο, τένοντας· στον πληθ., οι τένοντες των πελμάτων, σε Ομήρ. Ιλ., Πλάτ.
2. μεταφ. στον πληθ., τὰ νεῦρα τῆς τραγῳδίας, λέγεται για τις λυρικές ωδές, το νεύρο, η ικμάδα τους, σε Αριστοφ.· τὰ νεῦρα τῶν πραγμάτων, σε Αισχίν.
II. χορδή ή σχοινί από έντερα ή νεύρα, για να προσδένεται η αιχμή του βέλους στο καλάμι του τόξου, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, χορδή σφεντόνας, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

νεῦρον: τό
1) сухожилие (ὀστᾶ τε καὶ νεῦρα Plat.);
2) волокно (φυτῶν Plat.);
3) (сделанные из сухожилий) нить, шнур (δέρματα συρράπτειν νεύρῳ βοός Hes.);
4) преимущ. pl. сила, крепость, мощь (τῆς τραγῳδίας Arph.; τοῦ οἴνου Plut.; τῶν πραγμάτων Aeschin.);
5) тетива Polyb.;
6) струна (νεῦρα τινάσσειν Anth.).

Middle Liddell

νεῦρον, ου, τό,
I. a sinew, tendon; in plural, the tendons of the feet, Il., Plat.
2. metaph. in plural, τὰ νεῦρα τῆς τραγῳδίας, of lyric odes, their sinews, vigour, Ar.; τὰ νεῦρα τῶν πραγμάτων Aeschin.
II. gut, cord made of sinew, for fastening the head of the arrow to the shaft, Il.: the cord of a sling, Xen.

English (Woodhouse)

muscle, in physical sense

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)