οὐκ ἔστιν οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατος → there is nobody, not even the last of the Mysians | there is nobody, not even the meanest of mankind
Full diacritics: οἰνοπόρος | Medium diacritics: οἰνοπόρος | Low diacritics: οινοπόρος | Capitals: ΟΙΝΟΠΟΡΟΣ |
Transliteration A: oinopóros | Transliteration B: oinoporos | Transliteration C: oinoporos | Beta Code: oi)nopo/ros |
ον, A flowing with wine, ποταμός Nonn.D.40.238.
οἰνοπόρος: -ον, ὁ παρέχων οἶνον, ξανθὸν ὕδωρ πίνοντες ἀπ’ οἰνοπόρου ποταμοῖο Νόνν. Δ. 40. 238.
οἰνοπόρος, -ον (Α)
αυτός στον οποίο ρέει κρασί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + -πόρος (< πόρος), πρβλ. οδοιπόρος.