πάγκρεας

From LSJ
Revision as of 16:50, 19 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "nisi leg." to "nisi leg.")

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάγκρεας Medium diacritics: πάγκρεας Low diacritics: πάγκρεας Capitals: ΠΑΓΚΡΕΑΣ
Transliteration A: pánkreas Transliteration B: pankreas Transliteration C: pagkreas Beta Code: pa/gkreas

English (LSJ)

ατος, τό, A sweetbread, pancreas, Arist.HA514b11, Ruf. Onom.175, Gal.UP5.2. II nickname given by Timo to the sceptic Pyrrho, Timo 31 (nisi leg. τὸ πᾶν κρέας).

German (Pape)

[Seite 436] ατος, τό, die Gekrösedrüse; Arist. H. A. 3, 4; Medic. Nach D. L. 4, 33 gab Timon dem Skeptiker Pyrrhon diesen Spottnamen.

Greek (Liddell-Scott)

πάγκρεας: τό, «ἡ παρὰ τὴν πρώτην τοῦ ἐντέρου ἔκφυσιν κειμένη σὰρξ διαπίμελος καὶ ἀδενώδης πάγκρεας» Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 4, 5, πρβλ. καλλίκρεας. ΙΙ. σκωπτικὸν ὄνομα, ὅπερ ἀπέδιδε τῷ Πύρρωνι ὁ Τίμων, Διογ. Λαέρ. 4. 33.

Greek Monolingual

το (Α πάγκρεας, -ατος) αδένας όλων τών σπονδυλοζώων ο οποίος λειτουργεί τόσο ως εξωκρινής, εκκρίνοντας πεπτικά ένζυμα στο έντερο, όσο και ως ενδοκρινής, εκκρίνοντας τις ορμόνες ινσουλίνη και γλυκαγόνη στο αίμα
αρχ.
σκωπτικός χαρακτηρισμός του φιλοσόφου Πύρρωνος από τον Τίμωνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + κρέας (πρβλ. αρτόκρεας)].

Russian (Dvoretsky)

πάγκρεας: ᾰτος τό поджелудочная железа Arst.