πολυχρώματος

Revision as of 10:26, 23 January 2021 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ον, A = πολύχροος (many-coloured, many-colored, variegated), Pl. ap. Poll.4.48, Str. 15.1.22, Ph.1.383.

German (Pape)

[Seite 677] = πολύχροος, Strab. XV.

Greek (Liddell-Scott)

πολυχρώμᾰτος: -ον, = πολύχροος, Πλάτων παρὰ Πολυδ. Δ΄, 48, Στράβ. 694.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολυχρώματος, -ον, ΝΑ
αυτός που έχει πολλά χρώματα, πολύχρωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -χρώματος (< χρώμα, -ατος), πρβλ. λευκο-χρώματος].

Greek Monotonic

πολυχρώμᾰτος: -ον, = πολύχροος, σε Στράβ.

Russian (Dvoretsky)

πολυχρώμᾰτος: Plat. = πολύχροος.

Middle Liddell

πολυχρώμᾰτος, ον, = πολύχροος, Strab.]