[ῑ], A push back first, πυλίδα Procop.Goth.2.13.
Αωθώ κάτι προς τα πίσω εκ τών προτέρων.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἀνακλίνω «έχω κλίση προς τα πάνω, ωθώ προς τα πίσω»].