προανακλίνω

Revision as of 12:45, 16 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b3">[ῑ</b>" to "[ῑ")

English (LSJ)

[ῑ], A push back first, πυλίδα Procop.Goth.2.13.

Greek Monolingual

Α
ωθώ κάτι προς τα πίσω εκ τών προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἀνακλίνω «έχω κλίση προς τα πάνω, ωθώ προς τα πίσω»].