σαρκόθλασμα
From LSJ
τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαι → show the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away
English (LSJ)
ατος, τό, bruise of the flesh, Orib.Syn.7.14 tit., Paul.Aeg.4.30.
German (Pape)
[Seite 863] τό, Quetschung des Fleisches, Paul. Aeg.
Greek Monolingual
-άσματος, τὸ, ΜΑ
σημάδι κακώσεως ή τραύματος ή μελανωπού πρηξίματος της εξωτερικής επιφάνειας του σώματος, το οποίο, συνήθως, προκαλείται από σύνθλιψη, δαρμό ή και πτώση, μώλωπας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + θλάσμα.