σκιμβάζω

From LSJ
Revision as of 15:55, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")

ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκιμβάζω Medium diacritics: σκιμβάζω Low diacritics: σκιμβάζω Capitals: ΣΚΙΜΒΑΖΩ
Transliteration A: skimbázō Transliteration B: skimbazō Transliteration C: skimvazo Beta Code: skimba/zw

English (LSJ)

A halt, limp, Ar.Fr.853; cf. κιμβάζω, ὀκιμβάζω.

German (Pape)

[Seite 899] att. statt κιμβάζω, ὀκιμβάζω, hinken, hocken, niederkauern, B. A. 452, Ar. bei Phot.

Greek (Liddell-Scott)

σκιμβάζω: χωλαίνω, ὀκλάζω, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 678· ὡσαύτως κιμβάζω, ὀκιμβάζω, Ἡσύχ., ὅστις ἀναφέρει καὶ τὸ ἐπίθετον σκιμβός, ή, όν, χωλός, πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 254.

Greek Monolingual

και κιμβάζω και ὀκιμβάζω Α
λυγίζω τα γόνατά μου, οκλάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκιμβός. Το ρ. εμφανίζει και τους δυσερμήνευτους τ. κιμβάζω και ὀκιμβάζω.

Russian (Dvoretsky)

σκιμβάζω: хромать, ковылять Arph.