σχαστηρία

From LSJ
Revision as of 13:55, 14 September 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "perh." to "perhaps")

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχαστηρία Medium diacritics: σχαστηρία Low diacritics: σχαστηρία Capitals: ΣΧΑΣΤΗΡΙΑ
Transliteration A: schastēría Transliteration B: schastēria Transliteration C: schastiria Beta Code: sxasthri/a

English (LSJ)

ἡ, A trigger, release-mechanism, Arist.Mu.398b15, Ph. Bel.74.27, Hero Aut.13.9, Bel.78.3, Plb.8.5.10, 8.6.3, Apollod.Poliorc. 188.7; trigger (worked by the foot) of a mechanism (cf. ὕσπληξ) for starting a race, Gal.18(1).438. II perhaps curtain-releasing mechanism, or curtain-rod, κατασκευάσαντι σ. χαλκᾶς εἰς τὸν νεὼ τοῦ Ἀσκληπιοῦ . . καὶ τῷ ἐνέντι τὰς σ. εἰς τὸν νεώ Inscr.Délos 372 A 110 (iii B.C.); κίρκων καὶ σχαστηριῶν ib.320 B67 (iii B.C.). III pl., attachments for relaxing the pressure of a surgical noose, Heraclas ap. Orib.48.7.3. IV place-name in IG22.2776.17,203.

German (Pape)

[Seite 1053] ἡ, ein Seil, das vor den Eingang der Rennbahn gezogen war und niedergelassen wurde, wenn die Wettrenner, -reiter, -fahrer auslaufen sollten; auch ein bloßer Strich, der die Gränze der Rennbahn am Anfange bezeichnet; auch das Seil an einer Rolle, womit Etwas plötzlich heruntergelassen oder herausgezogen wird; Arist. de mund. 6, 12; Pol. 8, 7, 10. 8, 3; Mathem. vett.

Greek (Liddell-Scott)

σχαστηρία: ἡ, (σχάζω) δηλ. σχοῖνος, σχοινίον τὸ ὁποῖον χαλαροῦσι κατὰ τὴν ἔναρξιν τοῦ ἀγῶνος ἐν τῷ ἱπποδρομίῳ ἢ τῷ σταδίῳ Γαλην. 12. 338Α, πρβλ. χαλαστήρια. ΙΙ. τροχαλία, Πολύβ. 8. 7, 10., 8. 3. ΙΙΙ. διὰ μιᾶς ὀργάνου σχαστηρίας, διὰ μιᾶς κινήσεως τῆς μηχανῆς, Ἀριστ. π. Κόσμ. 6, 14.

Greek Monolingual

η, ΝΑ
νεοελλ.
στρ. εξάρτημα του επικρουστήρα τών φορητών όπλων με το οποίο συγκρατείται αυτός σε θέση όπλισης με αγκίστρωση
αρχ.
1. είδος τροχοπέδης
2. (στο ιπποδρόμιο ή στο στάδιο) σχοινί τεντωμένο το οποίο με την απότομη χαλάρωσή του έδινε το σημείο εκκίνησης
3. πιθ. ράβδος του παραπετάσματος ή είδος μηχανισμού με το οποίο χαλαρώνονταν οι κουρτίνες
4. λαβές κατάλληλες για τη χαλάρωση της πίεσης χειρουργικού βρόχου
5. φρ. «διὰ μιᾱς ὀργάνου σχαστηρίας» — με μια κίνηση της μηχανής (Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχάζω + επίθημα -τηρία (πρβλ. βακ-τηρία, στυπ-τηρία)].

Russian (Dvoretsky)

σχαστηρία: ἡ канат (на блоке, колесе и т. п.) канатная передача Arst., Polyb.