τεκμαρτικός

Revision as of 10:40, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ή, όν, skilled in determining, sagacious, condemned by Poll.9.152.

Greek (Liddell-Scott)

τεκμαρτικός: -ή, -όν, ὁ τεκμαιρόμενος, στοχαζόμενος, στοχαστικός, Πολυδ. Θ΄, 152.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α τεκμαρτός
ικανός στη συναγωγή συμπερασμάτων.