τριβελής

From LSJ
Revision as of 10:43, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit

Menander, Monostichoi, 436
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τριβελής Medium diacritics: τριβελής Low diacritics: τριβελής Capitals: ΤΡΙΒΕΛΗΣ
Transliteration A: tribelḗs Transliteration B: tribelēs Transliteration C: trivelis Beta Code: tribelh/s

English (LSJ)

ές, three-pointed, δόρυ, of the trident, APl.4.215 (Phil.).

Greek (Liddell-Scott)

τρῐβελής: -ές, ὁ ἔχων τρεῖς αἰχμὰς ἢ ἀκωκάς, τριβελὲς βέλος ἀντὶ τρίαινα Ἀνθ. Πλαν. 215.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
à trois pointes.
Étymologie: τρεῖς, βέλος.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που έχει τρεις αιχμές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -βελής (< βέλος), πρβλ. οξυ-βελής].

Greek Monotonic

τρῐβελής: -ές (βέλος), αυτός που έχει τρεις αιχμές, σε Ανθ.

Middle Liddell

τρῐ-βελής, ές βέλος
three-pointed, Anth.