φαλιός

From LSJ
Revision as of 19:25, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φαλιός Medium diacritics: φαλιός Low diacritics: φαλιός Capitals: ΦΑΛΙΟΣ
Transliteration A: phaliós Transliteration B: phalios Transliteration C: falios Beta Code: falio/s

English (LSJ)

ά, όν, = φάλαρος, Call.Fr.176, PPetr.2pp.115,117 (iii B. C.), Procop.Goth.1.18.

Greek (Liddell-Scott)

φαλιός: -ά, -όν, = φαλαρός, Καλλιμ. Ἀποσπ. 176, Εὐστ., Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ά, -όν, ΜΑ, και φάλιος Α
λευκός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται στη ρίζα του επιθ. φαλός (βλ. λ. φαλός), εμφανίζει θ. φαλ-ι- (πρβλ. φαλ-ί-σσομαι) και έχει σχηματιστεί είτε με κατάλ. -ος είτε με κατάλ. -Fος κατά το πολιός (< πολιFός). Κατά μία άποψη, το επίθ. μπορεί να συνδεθεί με τον τ. βαλιός, αν αυτός αναχθεί στην ίδια ΙΕ ρίζα με το φαλός (βλ. και βαλιός)].