φιλοπεύστης

From LSJ
Revision as of 19:50, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοπεύστης Medium diacritics: φιλοπεύστης Low diacritics: φιλοπεύστης Capitals: ΦΙΛΟΠΕΥΣΤΗΣ
Transliteration A: philopeústēs Transliteration B: philopeustēs Transliteration C: filopeystis Beta Code: filopeu/sths

English (LSJ)

ου, ὁ, = φιλοπευθής, Ptol.Tetr.160.

German (Pape)

[Seite 1283] ὁ, = φιλοπευθής, Ptolem.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοπεύστης: -ου, ὁ, = φιλοπευθής, Πτολεμ. Τετράβ. 160.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
c. φιλοπευθής.
Étymologie: φίλος, πυνθάνομαι.

Greek Monolingual

ὁ, Α
φιλοπευθής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -πεύστης (< πεύθω «πληροφορούμαι»)].

Greek Monotonic

φῐλοπεύστης: -ου, ὁ, αυτός που αγαπά να κάνει ερωτήσεις, περίεργος.

Middle Liddell

φῐλο-πεύστης, ου, ὁ,
fond of enquiring, curious.