φιλόμοχθος

From LSJ
Revision as of 09:30, 29 May 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "neut. pl. as Adv." to "neuter plural as adverb")

Κάλλιστον ἐν κήποισι φύεται ῥόδον → Pulchrius in hortis gignitur nihil rosa → Die Rose ist das Schönste, was im Garten wächst

Menander, Monostichoi, 286
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλόμοχθος Medium diacritics: φιλόμοχθος Low diacritics: φιλόμοχθος Capitals: ΦΙΛΟΜΟΧΘΟΣ
Transliteration A: philómochthos Transliteration B: philomochthos Transliteration C: filomochthos Beta Code: filo/moxqos

English (LSJ)

ον, A = φιλόπονος, Phalar. Ep.126, Ptol.Tetr.158, Jahresh.23 Beibl.178 (Thrace): neuter plural as adverb, φιλόμοχθα Man.4.277.

German (Pape)

[Seite 1282] = φιλόπονος, Phalaris ep. 54 E.; φιλόμοχθα adv., Maneth. 4, 277.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλόμοχθος: -ον, = φιλόπονος, ἵνα ἔχῃς ἐπιδεῖξαι σαυτὸν μαχητὴν φιλόμοχθον Φαλάρ. Ἐπιστ. σ. 180, Πρόκλ. Παράφρ. Πτολεμ. 222. ― Ἐπίρρ. φιλόμοχθα, Μανέθων 4. 277.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. φιλόπονος, εργατικός
2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) φιλόμοχθα
με φιλοπονία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -μοχθος (< μόχθος), πρβλ. πολύ-μοχθος].