χοληγός

From LSJ
Revision as of 20:15, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Μήποτε λάβῃς γυναῖκας εἰς συμβουλίαν → Consilia versas? Noli admittere mulierem → Zieh niemals Frauen zur Beratung mit hinzu

Menander, Monostichoi, 355
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χοληγός Medium diacritics: χοληγός Low diacritics: χοληγός Capitals: ΧΟΛΗΓΟΣ
Transliteration A: cholēgós Transliteration B: cholēgos Transliteration C: choligos Beta Code: xolhgo/s

English (LSJ)

όν, carrying off bile, φάρμακον Hp.Loc.Hom.27,28 (χοληγαγικός and -ηγαγός codd.).

German (Pape)

[Seite 1363] Galle abführend, Conj. für das Vorige.

Greek (Liddell-Scott)

χοληγός: ός, ὁ ἐξάγων κάτωθεν χολήν, Ἱππ. 418. 6 καὶ 37, ἔνθα τὰ Ἀντίγραφα πλημμελ. φέρουσι χοληγαγικός καὶ -ηγαγός.

Greek Monolingual

-όν, Α
αυτός που εξάγει την χολή («ταύτην φάρμακον πίσαι χοληγόν», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χόλος / χολή + -ηγός (< ἄγω), πρβλ. χορ-ηγός. Το -η- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].