ἀμφίγειος

From LSJ
Revision as of 10:05, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

αἰψηρὸς δὲ κόρος κρυεροῖο γόοιο (Odyssey 4.103) → satiety in grief comes soon

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφίγειος Medium diacritics: ἀμφίγειος Low diacritics: αμφίγειος Capitals: ΑΜΦΙΓΕΙΟΣ
Transliteration A: amphígeios Transliteration B: amphigeios Transliteration C: amfigeios Beta Code: a)mfi/geios

English (LSJ)

ον, with land on both sides, θάλασσα Phot., Suid.S.v. πορθμός.

Spanish (DGE)

-ον
situado entre dos tierras θάλασσα Phot.s.u. πορθμός, Sud.s.u. πορθμός.

Greek Monolingual

-ο (ν) (Μ ἀμφίγειος)
νεοελλ.
(το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.)
τα αμφίγεια
στενές δίοδοι της θάλασσας, στενά, κανάλια
μσν.
λέγεται για τη θάλασσα που έχει και από τα δύο μέρη γη, δηλ. για τον πορθμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + -γειος < γῆ].