ἀμφοτερόγλωσσος

From LSJ
Revision as of 19:15, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2, $3")

γυναῖκα τίκτουσαν ἢ τιτρωσκομένην → woman in childbirth or miscarriage

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφοτερόγλωσσος Medium diacritics: ἀμφοτερόγλωσσος Low diacritics: αμφοτερόγλωσσος Capitals: ΑΜΦΟΤΕΡΟΓΛΩΣΣΟΣ
Transliteration A: amphoteróglōssos Transliteration B: amphoteroglōssos Transliteration C: amfoteroglossos Beta Code: a)mfotero/glwssos

English (LSJ)

ον, A speaking both ways, double-tongued, of Zeno the inventor of dialectic, Id.45, cf.Eust.1440.35.

German (Pape)

[Seite 146] zweierlei Rede führend, zweizüngig, Tim. bei Plut. Pericl. 4.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφοτερόγλωσσος: -ον, ὁ κατ’ ἀμφοτέρους τοὺς τρόπους ὁμιλῶν, ὁ διττῶς λαλῶν, δίγλωσσος, περὶ τοῦ Ζήνωνος τοῦ εὑρόντος τὴν διαλεκτικήν, Τίμων παρὰ Πλουτ. Περικλ. 4.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui soutient le pour et le contre.
Étymologie: ἀμφότερος, γλῶσσα.

Spanish (DGE)

-ον
fig. de doble lengua de Zenón c. alusión a su capacidad dialéctica, Timo 45, cf. Eust.1440.35.

Greek Monolingual

ἀμφοτερόγλωσσος, -ον (Α)
αυτός που μιλάει με δύο τρόπους για το ίδιο πράγμα (ειπώθηκε για τον Ζήνωνα τον Ελεάτη).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφότεροι + -γλωσσος < γλῶσσα.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφοτερόγλωσσος: двуязычный, т. е. говорящий как за, так и против (ΖήνωνἘλεάτης Timon ap. Plut.).