ἀναρρίχησις
From LSJ
Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλος → Felix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund
English (LSJ)
εως, ἡ, clambering, swarming up, ἐπὶ τοὺς οἴκους Arist.Fr.84.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναρρίχησις: [ῑ], -εως, ἡ, ἡ πρᾶξις τοῦ ἀναρριχᾶσθαι, τὴν ἐπὶ τοὺς οἴκους ἀναρρίχησιν Ἀριστ. Ἀποσπ. 73, πρβλ. Α. Β. σ. 693. 17.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ trepa ἐπὶ τοὺς οἴκους Arist.Fr.84.
Russian (Dvoretsky)
ἀναρρίχησις: εως ἡ карабкание (ἐπὶ τοὺς οἴκους Arst.).