ἀνατροπεύς
From LSJ
English (LSJ)
έως, ὁ, A overturner, destroyer, τοῦ οἴκου Antipho2.2.2; τῆς νεότητος Plu.2.5b; subverter, τῶν ἐν ἀνθρώποις νομιζομένων D.Chr. 37.32.
German (Pape)
[Seite 212] ὁ, der Umwälzer, Zerstörer, οἴκου Antiph. II β 2; Plut. adv. St. 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνατροπεύς: έως, ὁ, ὁ ἀνατρέπων, ὁ καταστροφεύς, τοῦ οἴκου Ἀντιφῶν 116. 28· τῆς νεότητος Πλούτ. 2. 5Β.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
destructeur ; fig. corrupteur.
Étymologie: ἀνατρέπω.
Spanish (DGE)
-έως, ὁ
subvertidor τῶν ἐν ἀνθρώποις νομιζομένων Fauorin.Cor.32
•gener. destructor τοῦ οἴκου Antipho 2.2.2, τῆς νεότητος Plu.2.5b.
Russian (Dvoretsky)
ἀνατροπεύς: εως ὁ разрушитель (τῶν ἱσταμένων ἔν τινι λογισμῶν Plut.).