ἀνετέον
Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
English (LSJ)
(ἀνίημι) A one must relax, Pl.Sph.254b: c. gen., τῆς ἀκριβεστέρας οἰκονομίας Phld.Oec.p.73 J.; one must loosen, Gal.17(1).434; one must let slip, Pl.Smp.217c, Plt.291c. 2 one must permit, Sor.1.108. 3 one must dilute, Orib.Fr.54.
Spanish (DGE)
1 hay que dilatar ταύτην (σφίγξιν) ésta (la constricción en las venas), Gal.17(1).434
•fig. οὐκ ἀνετέον πρὶν ἄν no hay que cejar hasta que Pl.Sph.254b, cf. Smp.217c
•c. gen. τῆς ἀκριβεστέρας οἰκονομίας Phld.Oec.73.
2 hay que dejar οὐκ ... κλαίειν ἀνετέον αὐτό no hay que dejarle llorar (al niño de pecho), Sor.81.25.
3 hay que diluir Orib.Ec.53.5.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνετέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ἀνίημι = δεῖ ἀνιέναι, περὶ δὲ τοῦ σοφιστοῦ που δῆλον ὡς οὐκ ἀνετέον, ὅτι δὲν πρέπει ν’ ἀφήσωμεν νὰ χαλαρώσῃ ἡ συζήτησις, Πλατ. Σοφ. 254Β, ἔδοξέ μοι ἐπιθετέον εἶναι τῷ ἀνδρὶ ... καὶ οὐκ ἀνετέον, ὅτι πρέπει νὰ ἐπιτεθῶ κατὰ τοῦ ἀνδρὸς καὶ νὰ μὴ ἐγκαταλίπω τὴν ἰδέαν, ὁ αὐτ. Συμπ. 217C, Πολιτ. 219C.
Greek Monotonic
ἀνετέον: ρημ. επίθ. του ἀνίημι, αυτό που πρέπει να αφήσει κάποιος, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνετέον: Plat. adj. verb. к ἀνίημι.