ἀπομόργνυμι

From LSJ
Revision as of 17:16, 1 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ")

οὐετρανοὶ οἱ χωρὶς χαλκῶν → veterans who have not received bronze copies of the privileges granted on discharge

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπομόργνῡμι Medium diacritics: ἀπομόργνυμι Low diacritics: απομόργνυμι Capitals: ΑΠΟΜΟΡΓΝΥΜΙ
Transliteration A: apomórgnymi Transliteration B: apomorgnymi Transliteration C: apomorgnymi Beta Code: a)pomo/rgnumi

English (LSJ)

fut. -μόρξω, A wipe off or away from, ἀπ' ἰχῶ χειρὸς ὀμόργνυ Il.5.416; αἷμ' ἀπομόργνυ ib.798; πεύκης ἀπὸ δάκρυ' ὀμ. v.l. in Nic.Al.547:— Med., wipe off from oneself, ἀπομορξαμένω κονίην Il.23.739; ἀπομόρξατο δάκρυ wiped away his tears, Od.17.304; ἀφρὸν ἀπὸ στομάτων Mosch. 2.96; abs. in same sense, ἀπομόρξασθαι Ar.Ach.706; ἀ. ἱδρῶτα ib. 696:—Pass., τὴν ὀργὴν ἀπομορχθείς having my anger wiped off, Id.V. 560; ἀπωμοργμένος rubbed bare, Arist.Phgn.810b3. 2 wipe clean, σπόγγῳ δ' ἀμφὶ πρόσωπα . . ἀπομόργνυ Il.18.414:—Med., ἀπομόρξατο χερσὶ παρειάς wiped her cheeks, Od.18.200.

German (Pape)

[Seite 315] (s. ὀμόργνυμι), abwischen, αἷμ' ἀπομόργνυ Il. 5, 798; 18, 414 σπόγγῳ δ'ἀμφὶ πρόσωπα καὶ ἄμφω χεῖρ' ἀπομόργνυ αὐχένα τε καὶ στήθεα; Iliad. 5, 416 ἀπ' ἰχῶ χειρὸς ὀμόργνυ; in demselben Sinne med., ἀπομόρξατο δάκρυ Iliad. 2, 269 Od. 17, 304; Od. 18, 200 ἀπομόρξατο χερσὶ παρειάς; Iliad. 23, 739 ἀπομορξαμένω κονίην; ἱδρῶτα Ar. Ach. 663; übertr., ἀπομορχθεὶς τὴν ὀργήν Vesp. 560, u. sp. D., z. B. Ap. Rh. 2, 86; ἀπό τινος Mosch. 2, 96.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπομόργνῡμι: μέλλ. -μόρξω: ἀπομάσσω, ἀποσπογγίζω, ἢ ῥα καὶ ἀμφοτέρῃσιν ἀπ. ἰχῶ χειρὸς ὁμόργνυ, «ἀπέψα, ἀπέμασσεν» (Σχόλ.), Ἰλ. Ε. 416· αἷμ’ ἀπομόργνυ αὐτόθι 798· πεύκης ἀπὸ δάκρυ’ ὀμ. Νικ. Ἀλεξιφ. 558: ― Μέσ., ἀπομορξαμένω κονίην Ἰλ. Ψ. 739· ἀπομόρξατο δάκρυ Ὀδ. Ρ. 304· ἀπολ. ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, ἀπομόρξασθαι Ἀριστοφ. Ἀχ. 706· ἀπ. ἱδρῶτα αὐτόθι 696· καὶ ἐν τῷ παθ., τὴν ὀργὴν ἀπομορχθείς, ἀποσπογγισθεὶς τὸν θυμόν μου, ἀστεϊσμὸς ῾παρ’ ὑπόνοιαν᾿, ὁ ἀυτ. 560· ἀπωμοργμένος, ἀπεσπογγισμένος, ἀπογεγυμνωμένος, Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 6. 2) σπογγίζω ἐντελῶς, σπόγγῳ δ’ ἀμφὶ πρόσωπα… ἀπομόργνυ Ἰλ. Σ. 414: ― Μέσ., ἀπομόρξατο χερσὶ παρειάς, ἀπεσπόγγισε διὰ τῶν χειρῶν τὰς ἑαυτῆς παρειάς, Ὀδ. Σ. 200.

French (Bailly abrégé)

1 faire sortir en pressant ou en essuyant : αἷμα IL étancher du sang;
2 essuyer, purifier : πρόσωπα IL essuyer le visage;
Moy. ἀπομόργνυμαι;
1 ôter en essuyant sur soi, essuyer, acc.;
2 essuyer sur soi : χερσὶ παρειάς OD essuyer ses joues avec ses mains.
Étymologie: ἀπό, ὀμόργνυμι.

Spanish (DGE)

(ἀπομόργνῡμι) 1 restregar, limpiar c. ac. y gen., en tm. ἀπ' ἰχῶ χειρὸς ὀμόργνυ Il.5.416, c. doble ac., en v. med. mismo sent. μιν ... χείρεσιν ἀφρὸν πολλὸν ἀπὸ στομάτων ἀπομόργνυτο le limpió (al toro) con sus manos la mucha espuma de la boca Mosch.2.96
en v. pas., fig. τὴν ὀργὴν ἀπομορχθείς habiendo quedado limpio de ira Ar.V.560.
2 limpiarse en v. med. c. ac. de cosa ἀπομόρξατο δάκρυ Il.2.269, Od.17.304, ἀπομορξαμένω κονίην Il.23.739, ἀνδρικὸν ἱδρῶτα Ar.Ach.694, cf. A.R.2.86, 4.655, tb. en v. act. αἷμ' Il.5.798
c. ac. de parte del cuerpo ἀπομόρξατο χερσὶ παρειάς Od.18.200, tb. en v. act. σπόγγῳ δ' ἀμφὶ πρόσωπα καὶ ἄμφω χεῖρ' ἀπομόργνυ Il.18.414
abs. enjugarse las lágrimas ἠλέησα κἀπεμορξάμην Ar.Ach.706.

Greek Monolingual

ἀπομόργνυμι (Α)
1. σφουγγίζω, καθαρίζω με σφούγγισμα
2. «ἀπομόργνυμαι ὀργήν» — αποβάλλω την οργή, ηρεμώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο)- + ομόργνυμι «σφουγγίζω»].

Greek Monotonic

ἀπομόργνῡμι: μέλ. -ομόρξω·
1. σφουγγίζω, σκουπίζω από, τί τινος, σε Ομήρ. Ιλ. — Μέσ., σφουγγίζομαι, στο ίδ.· ἀπομόρξατο δάκρυ, σκούπισε τα δάκρυά του, σε Ομήρ. Οδ.· απόλ., με την ίδια σημασία, ἀπομόρξασθαι, σε Αριστοφ.· και στην Παθ., τὴν ὀργὴν ἀπομορχθείς, έχοντας κατευνάσει τον θυμό μου, στον ίδ.
2. καθαρίζω το πρόσωπό μου σφουγγίζοντάς το, σε Ομήρ. Ιλ. — Μέσ., ἀπομόρξατο παρειάς, σφούγγισε τα μάγουλά της, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπομόργνῡμι:
1) утирать, вытирать (αἷμα, πρόσωπα, med. παρειὰς χερσί Hom.);
2) med. стирать с себя (δάκρυ, κονίην Hom.; ἱδρῶτα Arph.): ἀπομορχθεὶς τὴν ὀργήν Arph. когда (мой) гнев улегся.

Middle Liddell


1. to wipe off or away from, τί τινος Il.:—Mid. to wipe off from oneself, Il.; ἀπομόρξατο δάκρυ wiped away his tears, Od.; absol. in same sense, ἀπομόρξασθαι Ar.; and in Pass., τὴν ὀργὴν ἀπομορχθείς having my anger wiped off, Ar.
2. to wipe the face clean, Il.:—Mid., ἀπομόρξατο παρειάς she wiped her cheeks, Od.