ἀρχή

From LSJ
Revision as of 13:15, 13 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "prov." to "prov.")

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρχή Medium diacritics: ἀρχή Low diacritics: αρχή Capitals: ΑΡΧΗ
Transliteration A: archḗ Transliteration B: archē Transliteration C: archi Beta Code: a)rxh/

English (LSJ)

ἡ, (v. ἄρχω) A beginning, origin, νείκεος ἀ. Il.22.116; πήματος Od.8.81; φόνου 21.4, etc.; opp. τέλος, Hdt.7.51, etc.; opp. τελευτή, Thgn.607, cf. Pl.Lg.715e, Hp.Morb.1.1; ἀ. γενέσθαι κακῶν Hdt.5.97; ἀ. ποιήσασθαί τινος Th.1.128, And.2.37, Isoc.12.120, etc.; ἀ. λαβεῖν τινός Aeschin.1.11; τὰς ἀρχὰς εἰληφέναι Plb.4.28.3; ἀρχὴν ὑποθέσθαι = lay a foundation, D.3.2, etc.; βαλέσθαι Pl.Ep.326e (and Pass., ἀρχαὶ βέβληνται Pi.N.1.8); ἀρχὴν ἄρχεσθαί τινος Pl.Ti.36e; source of action, [ὁ ἄνθρωπος] ἔχει ἀρχὴν ἐλευθέραν Plot.3.3.4. b with Preps. in adverbial usages, ἐξ ἀρχῆς = from the beginning, from the outset, from the start, from the first, from of old, Od.1.188, Xenoph.10, etc.; οὑξ ἀ. φίλος S.OT385; ἡ ἐξ ἀ. ἔχθρα D.54.3; τὸ ἐξ ἀ. X.Cyn.12.6; but πλουτεῖν ἐξ ἀ. πάλιν anew, afresh, Ar.Pl.221; λόγον πάλιν ὥσπερ ἐξ ἀ. κινεῖν Pl.R.450a; ὁ ἐξ ἀ. λόγος the original argument, Id.Tht.177c, etc.; τὰ ἐξ ἀ. the principal sum, Arist.Pol.1280a30:—also ἀπ' ἀ. Hes.Th.425, Hdt.2.104, Pi.P.8.25, A.Supp.344, Pl.Tht.206d; κατ' ἀρχάς in the beginning, at first, Hdt.3.153, 7.5; αὐτίκα κατ' ἀ. Id.8.94; τὸ κατ' ἀ. Pl. Lg.798a, al. c acc. ἀρχήν, abs., to begin with, at first, Hdt. 1.9, 2.28, 8.132; τὴν ἀρχήν And.3.20: pl., τὰς ἀρχάς Plb.16.22.8: freq. followed by a neg., not at all, ἀρχὴν μηδὲ λαβών Hdt.3.39, cf. 1.193, al.; ἀ. δὲ θηρᾶν οὐ πρέπει τἀμήχανα S.Ant.92; ἀ. κλύειν ἂν οὐκ . . ἐβουλόμην Id.Ph.1239, cf. El.439, Philol.3, Antipho5.73, Pl. Grg.478c; sts. c. Art., τοῦτο οὐκ ἐνδέκομαι τὴν ἀ. Hdt.4.25; τὴν ἀ. γὰρ ἐξῆν αὐτῷ μὴ γράφειν D.23.93. 2 first principle, element, first so used by Anaximander, acc. to Simp. in Ph.150.23, cf. Arist. Metaph.983b11, etc.; Ἡράκλειτος τὴν ἀ. εἶναί φησι ψυχήν Id.de An.405a25; of ὕλη and θεός, opp. στοιχεῖα, Placit.1.3.25; practical principle of conduct, τῶν πράξεων τὰς ἀρχὰς καὶ τὰς ὑποθέσεις D. 2.10; principles of knowledge, Arist.Metaph.995b8, al. 3 end, corner, of a bandage, rope, sheet, etc., Hdt.4.60, Hp.Off.9, E.Hipp. 762, Aen.Tact.18.14, Act.Ap.10.11; of a compound pulley, Hero Bel.84.14. 4 Math., origin of a curve, τῆς ἕλικος Archim.Spir. 11 Def.2, etc.; ξυνὸν ἀ. καὶ πέρας ἐπὶ κύκλου περιφερείας Heraclit. 103. 5 branch of a river, LXX Ge.2.10 (pl.). 6 sum, total, ib.Nu.1.2. 7 vital organs of the body, Gal.1.318, al. II first place or power, sovereignty (not in Hom.), Διὸς ἀρχά Pi.O.2.64, cf. Hdt.1.6, etc.; γενέσθαι ἐπ' ἀρχῆς Arist.Pol.1284b2: metaph., μεγάλην μεντἂν ἀ. εἴης εὑρηκώς, of a stroke of fortune, D.21.196: pl., ἀρχαὶ πολισσονόμοι A.Ch.864 (lyr.); τὰς ἐμὰς ἀρχὰς σέβων S.Ant.744, etc.: c. gen. rei, τῆσδ' ἔχων ἀρχὴν χθονός S.OT737; ἀ. τῶν νεῶν, τῆς θαλάσσης, power over them, Th.3.90, X.Ath.2.7, etc.: prov., ἀ. ἄνδρα δείξει Biasap.Arist.EN1130a1, cf. D.Prooem.48; method of government, οὐδὲ τὴν ἄλλην ἀ. ἐπαχθής Th.6.54. 2 empire, realm, Κύρου, Περδίκκου ἀ., Hdt.1.91, Th.4.128, etc. 3 magistracy, office, ἀρχὴν ἄρχειν, παραλαμβάνειν, Hdt.3.80, 4.147; καταστήσας τὰς ἀ. καὶ ἄρχοντας ἐπιστήσας Id.3.89; εἰς ἀ. καθίστασθαι Th.8.70; εἰς τὴν ἀ. εἰσιέναι D.59.72, etc.; ἀ. λαχεῖν to obtain an office, Id.57.25; Ἑλληνοταμίαι τότε πρῶτον κατέστη ἀ. Th.1.96; ἐνιαύσιος ἀ. Id.6.54; ἀ. χειροτονητή, κληρωτή, Lex ap.Aeschin.1.21; withsg. Noun, Κυθηροδίκης ἀ. ἐκ τῆς Σπάρτης διέβαινεν αὐτόσε Th.4.53; term of office, ἀρχῆς λοιποὶ αὐτῷ δύο μῆνες Antipho6.42; ἀρχαὶ καὶ λειτουργίαι POxy.119.16 (iii A.D.). 4 in pl., αἱ ἀρχαί the authorities, the magistrates, Th.5.47, cf. Decr. ap. And.1.83; ἐν ταῖς ἀ. εἶναι Th.6.54; ἡ ἀρχή collectively, 'the board', D.47.22, cf. IG1.229, etc.; παραδιδόναι τινὰ τῇ ἀ. Antipho5.48; but ἡ ἀ., of a single magistrate, PHal.1.226 (iii B.C.); κατ' ἀρχῆς γὰρ φιλαίτιος λεώς = people are always ready to blame the rulers, people are against authority, people were fond of anything by which they could call authority in question, A.Supp.485; πομποὺς ἀρχάς Id.Ag.124 (anap.). 5 command, i.e. body of troops, LXX 1 Ki.13.17, al. 6 pl., heavenly powers, Ep.Rom.8.38, al., cf. Dam. Pr.96; powers of evil, Ep.Eph.6.12, al. III = stingless bee (εἶδος μελίσσης ἀκέντρου), Hsch.

German (Pape)

[Seite 365] ἡ, 1) der Anfang, Beginn, von Hom. anüberall; Ἀλεξάνδρου ἕνεκ' ἀρχῆς, v. l. ἄτης, Iliad. 3, 100, s. Scholl. Aristonic.; Ἀλεξάνδρου ἕνεκ' ἄτης, v. l. ἀρχῆς, 24, 28, s. Scholl. Did.; κακοῦ 11, 604; πήματος Od. 8, 81; νείκεος Iliad. 22, 116; φόνου Od. 21, 4. 24, 169; ξεινοσύνης 21, 35; ἐξ ἀρχῆς, von Alters her, Od. 1, 188. 2, 254. 17, 69. 11, 438; οὑ' ξ ἀρχῆς φίλος Soph. O. R. 385; Pind. Ol. 7, 20; Aesch. Eum. 274; πάλιν ἐξ ἀρχῆς λέγε Plat. Phaed. 105 b; ἐὰν ἐξ ἀρχῆς φύσιν ἄθυμον λάβῃ Rep. III, 411 b, von vorn herein, d. i. an sich; ἐξ ἀρχῆς τὸ γενέσθαι χαλεπὸν παντὶ ζῴῳ Epin. 373 d; εὐθὺς ἐξ ἀ. Legg. II, 653 b; ὁ ἐξ ἀ. λόγος Theaet. 177 c u. öfter, wie Sp.; wird auch ἐξαρχῆς geschrieben. Ebenso steht auch ἀρχήν, u. bes. mit der Negation, durchaus nicht, überhaupt nicht, vgl. Wolf Dem. Lept. p. 278; Her. 3, 39 u. öfter; τὰ γὰρ ἄλλα δένδρεα οὐδὲ πειρᾶται ἀρχὴν φέρειν, überhaupt nicht einmal, 1, 193; vgl. 7, 26; τοῦτο οὐκ ἐνδέκομαι τὴν ἀρχήν, überhaupt nicht, 4, 25; τὸ ἄῤῥεν ἦν τοῦ ἡλίου τὴν ἀρχὴν ἔκγονον, ursvrünglich, Plat. Conv. 190 e; γίγνεσθαι ἡμᾶς τὴν ἀρχὴν οὐκ ἐῶσι Theaet. 206 d; Apol. 29 c, u. sonst; vgl. Xen. Cyr. 8, 3, 1; Pol. braucht so auch den plur., τὰς ἀρχάς, 2, 25, 8, u. öfter. Aehnl. ἀπ' ἀρχῆς, Her. 2, 104; Pind. P. 8, 26; κατ' ἀρχάς, Plat. Prot. 322 a; τὸ κατ' ἀρχὰς λεχθέν Soph. 261 a u. öfter. – 2) An fangspunkt, πεισμάτων Eur. Hipp. 712; στρόφου Her. 4, 60; ἀρχὴν βάλλεσθαί τινος, den Grund zu etwas legen, Plat Ep. VII, 326 c; vgl. Pind. N. 1, 8. Bes. in philosophischer Beziehung, sowohl die Elemente, als die Principien. – 3) Regierung, Διός Pind. Ol. 2, 60; öfter Tragg. u. in Prosa, wo auch die Beherrschten im gen. stehen, πολλῶν ἀνθρώπων, ναυτῶν, Plat. Crit. 104 a Rep. I, 341 d; bes. die ersten Würden im Staate, magistratus, auch Feldherrenwürde, Oberbefehl; ἀρχὴν ἄρχειν, ein obrigkeitliches Amt verwalten, Conv. 183 a u. öfter; ἐν ἀρχῇ εἶναι, εἰς ἀρχὴν καθίστασθαι, εἰσιέναι, ἀρχὴν λαχεῖν. Plat. setzt ἰδιωτεῖαι καὶ ἀρχαί gegenüber, Rep. X, 618 d, u. vrbdt αἱ μέγισται ἀρχαὶ καὶ τιμαί Tim. 20 a; auch die Behörden selbst, Aesch. Ag. 123; u. öfter im Att. = ἄρχων, z. B. τὴν ἀρχὴν εἰσάγειν, Is. 1, 14, wo nachher ὁ τῶν ἀρχόντων ἐλθών steht; ἄγειν ἐπὶ τὴν ἀρχήν Pol. 12, 16, 3 u. sonst. – Auch das Beherrschte, das Reich, βασιλέως Xen. An. 1, 9, 13 u. öfter; entsprechend δύναμις καὶ χώρα 2, 5, 11.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρχή: ἡ, (ἴδε ἄρχω), ἡ ἀρχή, ἔναρξις, πρώτη αἰτία, νείκεος ἀρχὴ Ἰλ. Χ. 116· πήματος Ὀδ. Θ. 81· φόνου Φ. 4, κτλ.· ἀρ. γενέσθαι κακῶν Ἡροδ. 5. 97· ἀρχήν τινος ποιεῖσθαι, νὰ κάμῃ τι; ἀρχὴν πράγματός τινος, Θουκ. 1. 128· ἀρχὴν ὑποθέσθαι, βάσιν, θεμέλιον ὑποθέσθαι, Δημ. 29. 4, κτλ· ἀρχὴν ἄρχεσθαί τινος Πλάτ. Τίμ. 36Ε. β) συχν. μετὰ προθ. ἐν ἐπιρρηματικῇ χρήσει, ἐξ ἀρχῆς = ἀρχῆθεν, ἀπὸ παλαιοῦ, Ὀδ. Α. 188, κτλ.· οὑξ ἀρχῆς φίλος Σοφ. Ο. Τ. 385· ἡ ἐξ ἀρχῆς ἔχθρα Ξεν., κτλ.· τὸ ἐξ ἀρχῆς Ξεν. Κυν. 12. 6· ἀλλά, πλουτεῖν ἐξ ἀρχῆς πάλιν, ἐκ νέου, Ἀριστοφ. Πλ. 221· λόγον πάλιν ὥσπερ ἐξ ἀρχῆς κινεῖν Πλάτ. Πολ. 450Α· ὁ ἐξ ἀρχῆς λόγος ὁ αὐτ. Θεαιτ. 177C, πρβλ. 179D, κτλ.· αἱ ἐξ ἀρχῆς [μναῖ], ὃ ἐ. αἱ ἀρχικαί, αἱ ἀποτελοῦσαι τὸ κεφάλαιον, Ἀριστ. Πολ. 3. 9, 5: ― οὕτως, ἀπ᾿ ἀρχῆς Ἡσ. Θ. 425, Ἡρόδ. 2. 104, Πινδ., Τραγ.: ― κατ᾿ ἀρχάς, ἐν ἀρχῇ, Ἡρόδ. 3. 153., 7. 5· αὐτίκα κατ᾿ ἀρχὰς ὁ αὐτ. 8. 94· τὸ κατ᾿ ἀρχὰς Πλάτ. Νόμ. 798Α, κ. ἀλλ. γ) κατ᾿ αἰτ. μετ᾿ ἐπιρρ. ἐννοίας, ἀρχὴν γὰρ ἐγὼ μηχανήσομαι οὕτω ὥστε κτλ., ἐν πρώτοις, πρώτιστα, Ἡροδ. 1. 9., 2. 28, κ. ἀλλ.· τὴν ἀρχὴν Ἀνδοκ. 26. 5: ― συχν. παρακολουθεῖται ὑπὸ ἀρνητ. μορίου καὶ τότε σημαίνει παντάπασι, παντελῶς, οὐδόλως, Λατ. omnino non, ἀρχὴν μηδὲ λαβὼν Ἡροδ. 3. 39· ἀρχὴν δὲ θηρᾶν οὐ πρέπει τἀμήχανα Σοφ. Ἀντ. 92· ἔνθα ἴδε σημ. Jebb· ἀρχὴν κλύειν ἂν οὐκ... ἐβουλόμην ὁ αὐτ. Φίλ. 1239. πρβλ. Ἠλ. 439· ἐνίοτε μετὰ τοῦ ἄρθρου, τοῦτο οὐκ ἐνδέκομαι τὴν ἀρχὴν Ἡροδ. 4. 25, πρβλ. 28· τὴν ἀρχὴν γὰρ ἐξῆν αὐτῷ μὴ γράφειν Δημ. 651. 23· πρβλ. Ἀντιφῶντα 138. 6, Πλάτ. Γοργ. 478C· ἡ σημασία αὕτη ἀπαντᾷ καὶ ἂνευ ἀρνητικοῦ μορίου, ἐόντες ἀρχὴν ἑπτά, ἐν συνόλῳ, Ἡρόδ. 8. 132, ἴδε 1. 9: ― πρβλ. ἀρχῆθεν. 2) πρώτη ἀρχή, στοιχεῖον, πρῶτον ἐν τοιαύτῃ χρήσει παρὰ τοῖς Ἴωσι φιλοσόφοις, Ἀριστ. Μεταφ. 1. 3, 3, κἑξ.· συχν. παρὰ Πλάτ. καὶ Ἀριστ., μάλιστα ἐν τῷ πληθ.: ὁ Ἡράκλειτος ἐκάλει τὴν ψυχὴν ἀρχὴν, Ἀριστ. περὶ Ψυχ. 1. 2, 19. 3) ἡ ἄκρα ἐπιδέσμου, σχοινίου, σινδόνος, κτλ., Ἡροδ. 4. 60, Ἱππ. Κατ᾿ Ἰητρ. 743, Εὐρ. Ἱππ. 762, Πράξ Ἀπ. ι΄, 11. ΙΙ. ἡ πρώτη δύναμις, ἐξουσία, κράτος, κυριότης, οὐδαμοῦ παρ᾿ Ὁμ.· Διὸς ἀρχὴ Πινδ. Ο. 2. 106· συχν. παρ᾿ Ἡροδ. καὶ Τραγ., κλπ.· μεγάλην ἀρχὴν εὕρηκας Δημ. 557. 22, πρβλ. 69. 1· καὶ κατὰ πληθ. ἀρχαὶ πολισσόνομοι Αἰσχύλ. Χο. 864· τὰς ἐμὰς ἀρχὰς σέβειν Σοφ. Ἀντ. 744. κτλ.· ὡσαύτως μετὰ γεν. πράγματος, τῆσδ᾿ ἔχων ἀρχὴν χθόνος Σοφ. Ο. Κ. 737· ἀρχὴ τῶν νεῶν, τῆς θαλάσσης, τῆς Ἀσίας, ἐξουσία ἐπ᾿ αὐτῶν, Θουκ. 3. 90, Ξεν. Ἀθ. 2. 16, κτλ.: παροιμ., ἀρχὴ ἄνδρα δείξει Βίας παρ᾿ Ἀριστ. ἐν Ἠθ. Ν. 5. 1, 16, πρβλ. Δημ. 1455. 15· συχνάκις καὶ κατὰ πληθ., προστάγματα, ἐξουσία, Τραγ. 2) κυριαρχία, ἐξουσία, κράτοςβασίλειον, ὡς: Κύρου, Περδίκκου ἀρχὴ, ὃ ἐ. Περσία, Μακεδονία, Ἡροδ. 1. 91, Θουκ. 1. 128, κτλ. 3) ἐν τῷ Ἀττικῷ πεζῷ λόγῳ, ἐξουσία, ὑπούργημα ἐν τῇ κυβερνήσει, ἀρχὴν ἄρχειν, λαμβάνειν, ἔχειν ἢ λαμβάνειν ὑπούργημά τι, Ἡροδ. 3. 80., 4. 147· καταστήσας τὰς ἀρχὰς καὶ ἄρχοντας ἐπιστήσας Ἡροδ. 3. 89· εἰς ἀρχὴν καθίστασθαι, ἀναλαμβάνειν ὑπούργημά τι, Θουκ. 8. 70· γενέσθαι ἐπ᾿ ἀρχῆς Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 13, 19· ἀρχὴν εἰσιέναι Δημ. 1369. 19, κτλ.· ἀρχὴν λαχεῖν, ἐπιτυχεῖν (διὰ κλήρου) ὑπούργημά τι, ὁ αὐτ. 1306. 14· Ἑλληνοταμίαι τότε πρῶτον κατέστη ἀρχὴ Θουκ. 1. 96· ἔτι καὶ μετὰ ἑνικοῦ ὀνόματος, Κυθηροδίκης ἀρχὴ ἐκ τῆς Σπάρτης διέβαινεν αὐτόσε ὁ αὐτ. 4. 53: ― ὡσαύτως διάρκεια ἀξιώματός τινος, ἀρχῆς λοιποὶ αὐτῷ δύο μῆνες Ἀντιφῶν 146. 16· πρβλ. ἦρξαν τὴν ἐνιαύσιαν ἀρχὴν Θουκ. 6. 54. ― Εἰς τὰ ἀξιώματα ταῦτα ἠδύνατό τις νὰ ἀνέλθῃ κατὰ δύο τρόπους, διὰ χειροτονίας (ἀνατάσεως τῶν χειρῶν), καὶ τότε ἡ ἀρχὴ ἐκαλεῖτο χειροτονητή, ἢ διὰ κλήρου, καὶ τότε ἐκαλεῖτο κληρωτή, Αἰσχίν. 3. 35, πρβλ. 15. 11 4) κατὰ πληθ., αἱ ἀρχαί, οἱ ἄρχοντες, Θουκ. 5. 47, πρβλ. Ψήφισ. παρ᾿ Ἀνδοκ. 11. 29· ὡσαύτωςἀρχή, περιληπτικῶς «ἡ κυβέρνησις», Δημ. 1145. 26· παραδιδόναι τινὰ τῇ ἀρχῇ Ἀντιφῶν 135. 8· οὕτω κατ᾿ ἀρχῆς γὰρ φιλαίτιος λεώς, κατὰ τῆς ἐξουσίας, Αἰσχύλ. Ἱκ. 485· πομποὺς ἀρχὰς Αἰσχύλ. Ἀγ. 124.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
ce qui est en avant, d’où
A. commencement, d’où
I. principe, origine : νείκεος IL, φόνου OD d’une querelle, d’un meurtre ; ἀρχὴν ποιεῖσθαι THC commencer ; ἀρχὴν ὑποθέσθαι DÉM jeter les fondements (d’un discours, d’une entreprise, etc.) ; ἐξ ἀρχῆς, ἀπ’ ἀρχῆς depuis l’origine, dès le principe ; adv. • τὴν ἀρχήν à l’origine, dès le principe, d’abord, avant tout ; absolument ; ἀρχὴν οὐ SOPH, ἀρχὴν μηδέ HDT, οὐ τὴν ἀρχήν HDT absolument pas, pas du tout ; ἐόντες ἀρχὴν ἕπτα HDT étant sept en tout;
II. point de départ, d’où
1 bout, extrémité (d’une chose) : ἀρχαὶ πεισμάτων EUR extrémité, bout d’un cordage;
2 fig. principe, fondement : πράξεων ἀρχαὶ καὶ ὑποθέσεις DÉM principes et fondements des actions;
B. commandement, pouvoir, autorité : τινος autorité exercée par qqn, ou sur qqn ou qch ; p. suite :
1 charge, magistrature : ἐν ἀρχῇ εἶναι ou μένειν être ou rester en charge ; εἰς ἀρχὴν καθίστασθαι THC être institué dans une charge ; αἱ ἀρχαί THC les autorités, les magistrats;
2 ce qui est soumis à une autorité ; empire, royaume, pays gouverné.
Étymologie: ἄρχω.

English (Autenrieth)

(ἄρχω): beginning; εἵνεκ' ἐμῆς ἔριδος καὶ Ἀλεξάνδρου ἕνεκ ἀρχῆς, and ‘its beginning by Alexander,’ said by Menelāus, making Paris the aggressor, Il. 3.100 ; ἐξ ἀρχῆς, ‘of old.’

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ

• Alolema(s): dór. y beoc. ἀρχά Pi.O.2.58, Philol.B 3, Archim.Spir.11 Def.2, SIG 1185.10 (Tanagra III a.C.); lesb. ἄρχα IG 12(2).1.8 (Mitilene IV a.C.)
A en sent. temp.
I gener.
1 principio, comienzo, origen c. gen. αὐτῆς ἀ. ἢ τελευτὴ ἢ μέσον Hp.Morb.1.1, ἀ. τε καὶ τελευτὴ καὶ μέσα τῶν ὄντων Pl.Lg.715e, νείκεος Il.22.116, Colluth.10, πήματος Od.8.81, φόνου Od.21.4, μόθου Colluth.62, (τοῦ ὕμνου) Pi.N.1.8, τοῦ εὐαγγελίου Ἰησοῦ Χριστοῦ Eu.Marc.1.1, τῶν κακῶν Hdt.5.97 (cf. ἀρχέκακος), τοῦ παντὸς πράγματος Th.1.128, συνουσίας D.P.Au.1.25, πάντων ἀγαθῶν POxy.1021.10 (I d.C.), de Dios ἀ. καὶ τέλος τῶν ἁπάντων I.AI 8.280, cf. de Selene ἀ. καὶ τέλος εἶ Hymn.Mag.18.35
otras constr. θείαν ἀρχὴν ἤρξατο Pl.Ti.36e, ποιήσασθαι τὴν ἀρχήν Isoc.12.120, cf. D.3.2, Aeschin.1.11, Diog.Oen.64.4.9, Ptol.Iudic.22.8, ὑπογεγράφθαι τὴν ἀρχὴν τοιαύτην que estaba escrito este comienzo Plb.12.9.3
fig. ἀρχὴν βαλέσθαι τῶν νῦν γεγονότων echar los cimientos de los acontecimientos actuales Pl.Ep.326e
c. prep. o ac. de rel. diversos sent.:
a) c. prep. de dat. ἀρχῇ ἔπι en el comienzo Thgn.607
ἐν ἀρχῇ en el principio ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν LXX Ge.1.1, ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος Eu.Io.1.1
ἅμα ἀρχῇ al principio Hdt.7.51;
b) c. prep. de gen.: ἐξ ἀρχῆς desde el principio Xenoph.B 10, Is.5.5, D.48proem., PN.York 20.10 (IV d.C.)
ἀπὸ ἐξ ἀρχῆς PN.York 8.2, 10.10 (ambos IV d.C.)
ἀπ' ἀρχῆς Hes.Th.425, Pi.P.8.25, A.Supp.344, Hdt.2.104
por el principio ἵνα ἐξ ἀρχῆς ἄρξωμαι X.Lac.1.3
de antiguo, de viejo ξεῖνοι ... εὐχόμεθ' εἶναι ἐξ ἀρχῆς Od.1.188, οὑξ ἀρχῆς φίλος S.OT 385, τὸ ἐξ ἀρχῆς ἐνόμισαν X.Cyn.12.6, ἡ γὰρ ἐξ ἀρχῆς ἔχθρα D.54.3
ἐξ ἀρχῆς πάλιν de nuevo Pherecr.113.33, Ar.Ra.591, Pl.221, πάλιν ἐξ ἀρχῆς Ar.Pl.866, Pax 997, Pl.R.490c, Phd.105b, Mnesim.4.24, Men.Th.Fr.1.2, πάλιν ὥσπερ ἐξ ἀρχῆς Pl.R.450a
simpl. ἐξ ἀρχῆς de nuevo τάξαι And.4.11, γεγονέναι Hyp.Epit.28
a veces ἐξ ἀρχῆς conviene trad. por un adj. o sintagma de adj. inicial, del principio, originario ὁ ἐξ ἀρχῆς λόγος el tema inicial Pl.Tht.177c, ἐκ τῶν ἐξ ἀρχῆς a partir de las premisas originales Arist.APr.27a17 (pero cf. infra II 2), ἡ ἐξ ἀρχῆς ὑπόθεσις Epicur.Fr.[26.45] 8, contextualmente admite otras trad. κωφὸς ἀπ' ἀρχῆς mudo de nacimiento Pl.Tht.206d, τὰ ἐξ ἀρχῆς el principal, el capital Arist.Pol.1280a30;
c) c. prep. de ac. al principio, al comienzo κατ' ἀρχάς Hdt.3.153, 7.5, 8.94, Pl.Lg.798a, ἐν τᾷ λέξει τᾷ κατ' ἀρχάς anón. ret. en POxy.410.4, κατὰ τὴν ἀρχήν Ptol.Iudic.14.7, tb. sólo en ac. ἀρχήν Hdt.1.9, 2.28, 8.132, τὰς ἀρχάς Plb.4.28.3, 16.22.8
c. ac. del rel. desde el principio τὴν ἀρχήν And.3.20, τὴν ἀρχὴν ὅ τι καὶ λαλῶ ὑμῖν; Eu.Io.8.25
τὴν ἀρχήν Archestr.SHell.142.3.
2 primicias ἀρχὴν θερισμοῦ LXX Ex.34.22.
3 en principio ἀρχῆς γὰρ φιλαίτιος λεώς pues el pueblo es en principio crítico A.Supp.485
en cont. neg. ἀρχήν en absoluto, absolutamente ἀρχὰν γὰρ οὐδὲ γνωσσούμενον ἐσσεῖται en absoluto habrá conocimiento Philol.B 3, οὐδὲ πειρᾶται ἀρχὴν φέρειν Hdt.1.193, cf. 3.39, 4.25, ἀρχὴν δὲ θηρᾶν οὐ πρέπει τἀμήχανα no conviene en absoluto perseguir lo imposible S.Ant.92, cf. S.Ph.1239, El.439, Antipho 5.73, Pl.Grg.478c, D.23.93, Teles 3 p.30.
II en cont. fil. y cien.
1 primer principio, principio filosófico ἐξ ἀρχῆς γὰρ ἀνάγκη πᾶν τὸ γιγνόμενον γίγνεσθαι, αὐτὴν δὲ μηδ' ἐξ ἐνός· εἰ γὰρ ἔκ τοῦ ἀ. γίγνοιτο, οὐκ ἂν ἔτι ἀρχῆς γίγνοιτο Pl.Phdr.245d, ἅπαντα γὰρ ἢ ἀ. ἢ ἐξ ἀρχῆς, τοῦ δὲ ἀπείρου οὐκ ἔστιν ἀ. Arist.Ph.203b7
esp. en la fil. presocrática: Anaximand.B 1, cf. Epimenid.B 5, Archyt.B 9
convirtiéndose en un tópico de la fil. gr.: δεῖ ... τῶν πρώτων ἀρχῶν ... εἶναι θεωρητικήν debe existir una especulación sobre los primeros principios Arist.Metaph.982b9, τοῦτο στοιχεῖον καὶ ταύτην ἀρχήν φασιν εἶναι τῶν ὄντων Arist.Metaph.995b8, Ἡράκλειτος δὲ τὴν ἀρχὴν εἶναί φησι ψυχήν Arist.de An.405a25, ὁ νοῦς οὐκ ἐστι ἀ. πάντων Porph.Sent.43, ἀρχαὶ ... καὶ ... αἰτίαι Aristid.Quint.3.16, (τὸ ὄν) εἰ ἔστιν ἡ ζητουμένη πάντων ἀ. Dam.Pr.21, πρῶτος αὐτὸς ἀρχὴν ὀνομάσας τὸ ὑποκείμενον Simp.in Ph.150.23, ἀρχὰς μὲν τὸν Θεὸν καὶ τὴν ὕλην ... στοιχεῖα δὲ τέσσαρα Placit.1.3.25
en fil. aristotélica y posterior clasificada diversamente: ὑλική Arist.PA 640b5, μεταβλητική Arist.Metaph.1020a5, 1049a7, πρακτική Arist.EN 1144a35, ζωτική Plu.2.703b
medic. órgano principal, principio ἀρχαὶ μὲν οὖν εἰσιν ἐγκέφαλος, καρδία, ἧπαρ καὶ ὄρχεις Gal.1.319.
2 en lóg. τὸ ἐξ ἀρχῆς, τὸ ἐν ἀρχῇ αἰτεῖν, λαμβάνειν presuponer lo que se ha de probar, incurrir en petitio principii Arist.APr.40b32, 41b8, Metaph.1006a17.
3 principios morales τῶν πράξεων τὰς ἀρχὰς καὶ ὑποθέσεις ἀληθεῖς ... εἶναι προσήκει D.2.10, ἔχει ἀρχὴν ἄλλην ἐλευθέραν (el hombre) tiene otros principios libres Plot.3.3.4, τὰ στοιχεῖα τῆς ἀρχῆς τῶν λογίων τοῦ Θεοῦ los principios elementales de las enseñanzas divinas, Ep.Hebr.5.12.
B en sent. concr. o local
I 1cabo, extremo de cuerdas σπάσας τὴν ἀρχὴν τοῦ στρόφου tirando del cabo de la cuerda Hdt.4.60, πλεκτὰς πεισμάτων ἀρχάς E.Hipp.761, ἐκδήσας ἀρχὴν ἀγαθίδος λίνου Aen.Tact.18.14, de vendas ἀπὸ δύο ἀρχέων Hp.Off.9, τὰς ... ἀρχὰς τοῦ πολυπάστου los extremos de una polea Hero Bel.84, τέσσαρσιν ἀρχαῖς καθιέμενον Act.Ap.10.11, ἐπὶ ταῖς δυσὶ ... ἀρχαῖς D.P.Au.3.11
cabecera de un camino ἐν ἀρχῇ ὁδοῦ LXX Ez.21.25, cf. 16.25
brazo de un río LXX Ge.2.10.
2 comienzo, origen ξυνὸν γὰρ ἀ. καὶ πέρας ἐπὶ κύκλου περιφερείας comunes son comienzo y fin de la circunferencia Heraclit.B 103, ἀρχὰ τᾶς ἕλικος origen, punto de partida de la espiral Archim.Spir.11 Def.2.
3 lit. comienzo de un poema σκολίου Pi.Fr.122.14
proemio μέρη δὲ τοῦ κιθαρωδικοῦ νόμου, Τερπάνδρου κατανείματος ἑπτά· ἀρχά, μεταρχά ... Poll.4.66.
C ref. a jerarquías, etc.
1 gener. de abstr. autoridad, poder, mando ἀ. ἄνδρα δείξει la autoridad descubrirá al hombre Bias en Arist.EN 1130a1, ἀρχάς τε πολισσονόμους ἕξει obtendrá autoridad que gobierna la ciudad A.Ch.864, ἐς ταύτην τὴν ἀρχήν Hdt.3.80, cf. 4.147, τὰς ἐμὰς ἀρχὰς σέβων S.Ant.744, τῆσδ' ἔχων χθονὸς ἀρχήν teniendo el poder sobre esta tierra S.OT 737, ἔχων τῶν νεῶν τὴν ἀρχήν teniendo el mando de la escuadra Th.3.90, Ἱππίας ... ἔσχε τὴν ἀρχήν Hipias recibió el poder Th.6.54, ἀντὶ τῆς ἀρχῆς δουλείαν ἀλλάξασθαι cambiar soberanía por esclavitud And.2.27, διὰ τὴν ἀρχὴν τῆς θαλάττης por el dominio del mar X.Ath.2.7, μεγάλην μέντἂν ἀρχὴν ... εἴης εὑρηκώς un gran poder habrías descubierto D.21.196, ἡ ἑαυτῶν ἀ. su propio poder, Ep.Iud.6, cf. αἱ ἀρχαὶ αὐτῶν quizá sus autoridades (trad. del hebr. hra’ sēhem) LXX Ps.138.17
tb. reinado (pero cf. infra 4) πρὸ δὲ τῆς Κροίσσου ἀρχῆς antes del reinado de Creso Hdt.1.6
control ἄμοιρος ἀρχῆς κρείττονος privado de control superior Plu.2.744e.
2 de manifestaciones concr. del poder magistratura, cargo ὅτε Σόλων εἰσῄει τὴν ἀρχήν cuando Solón ocupó el cargo Sol.Lg.49a, cf. D.59.72, ἐπὶ τε͂ς ἀρχε͂ς en la magistratura, IG 13.59.39 (V a.C.), καθιστάμενοι εἰς τὴν ἀρχήν ocupando el cargo Th.8.70, Ἑλληνοταμίαι τότε πρῶτον Ἀθηναίοις κατέστη ἀ. Th.1.96, Κιθηροδίκης ἀ. cargo de juez de Citera Th.4.53, αἱ ἔνδημοι ἀρχαί las autoridades locales Th.5.47, del «imperio» de Pericles ἐγίγνετο λόγῳ μὲν δημοκρατία, ἔργῳ δὲ ὑπὸ τοῦ πρώτου ἀνδρὸς ἀ. Th.2.65, τῆς δ' ἀρχῆς αὐτῷ λοιποὶ δύο μῆνες ἦσαν le quedaban dos meses en el cargo Antipho 6.42, παραδιδόασιν αὐτοὺς τῇ ἀρχῇ los entregan a los magistrados Antipho 5.48, ἐπὶ τὴν ἀρχήν al magistrado Is.1.3, παραδιδόντων ταῖς ἀρχαῖς entreguen a los magistrados Decr. en And.Myst.83, ἀρχὰς ἔλαχεν καὶ ἦρξεν δοκιμασθείς D.57.25, ἡ ἀ. παραλαβοῦσα παρὰ τῆς προτέρας ἀρχῆς habiendo recibido los magistrados (la lista) de la anterior magistratura D.47.22, μηδὲ ἀρχὴν ἀρχέτω μηδεμίαν ni ejerza ninguna magistratura Ley en Aeschin.1.21, ἀρχαὶ καὶ λειτουργίαι POxy.1119.16 (III d.C.)
aplicado tb. a gobernantes gener. (ἐδάη) πομποὺς ἀρχάς (reconoció) a los caudillos de la guerra A.A.125
aplicado tb. a edificios ἐπὶ τῇ ἀρχῇ καὶ ἐπὶ τῷ δικαστηρίῳ PHal.1.226 (III a.C.).
3 ref. a la jerarquía celestial principado οὔτε ἄγγελοι οὔτε ἀρχαί Ep.Rom.8.38, cf. Ep.Eph.6.12.
4 de territorios, en sent. propio o fig. imperio, circunscripción, reino μεγάλην ἀρχὴν καταλύσειν Hdt.1.91, ἀρχὰς ... εἴκοσι, τὰς αὐτοὶ καλέουσι σατραπηίας Hdt.3.89, ἡ Περδίκκου ἀ. Th.4.128, del imperio ateniense οἱ Ἀθηναῖοι τήν τε ἀρχὴν ἐγκρατεστέραν κατεστήσαντο Th.1.118.
5 aplicado a un conjunto de tropas unidad ἐξῆλθεν ... τρισὶν ἀρχαῖς LXX 1Re.13.17.
D otros usos
1 suma, censo λάβετε ἀρχὴν πάσης συναγωγῆς LXX Nu.1.2.
2 εἶδος μελίσσης ἀκέντρου Hsch.
E personif. mit.
1 una de las cuatro Musas, Arat.SHell.87.
2 como advocación de Adonis Ἀρχήν τ' ἠδὲ πέρας Orph.H.proem.42.

English (Strong)

from ἄρχομαι; (properly abstract) a commencement, or (concretely) chief (in various applications of order, time, place, or rank): beginning, corner, (at the, the) first (estate), magistrate, power, principality, principle, rule.

English (Thayer)

ἀρχῆς, ἡ (from Homer down), in the Sept. mostly equivalent to רֹאשׁ, רֵאֹשִׁית, תְּחִלָּה;
1. beginning, origin;
a. used absolutely, of the beginning of all things: ἐν ἀρχή, ἀπ' ἀρχῆς, Xenophon, mem. 1,4, 5 ὁ ἐξ ἀρχῆς ποιῶν ἀνθρώπους), ἀπ' ἀρχῆς κτίσεως or κόσμου, L (Tr marginal reading WH marginal reading) ἀπαρχήν, which see); κατ' ἀρχάς, ἐξ ἀρχῆς, from the time when Jesus gathered disciples, ἀπ' ἀρχῆς, 1 John 2:(ἐν ἀρχή τοῦ εὐαγγελίου, Clement of Rome, 1 Corinthians 47,2 [ET] (see note in Gebh. and Harn. at the passage and cf.) Polycarp, ad Philippians 11,3 [ET]); from the beginning of the gospel history, ἐν ἀρχή, in the beginning, when the church was founded, ἀρχήν (cf. Winer s Grammar, 124 (118); Lightfoot on τήν ἀρχήν in the Greek writings (cf. Lennep ad Phalarid., pp. 82ff and, pp. 94ff, Lipsius edition; Brückner in DeWette's Handbook on John , p. 151) is often used adverbially, equivalent to ὅλως altogether (properly, an accusative of 'direction toward': usque ad initium (cf. Winer s Grammar, 230 (216); Buttmann, 153 (134))), commonly followed by a negative, but not always (cf. e. g. Dio Cassius fragment 101 (93Dindorf); 45:34 (Dindorf vol. ii., p. 194); 59:20; 62:4; see, further, Lycurgus, § 125, Mätzner edition); hence, that extremely difficult passage, τήν ... ὑμῖν, must in my opinion be interpreted as follows: I am altogether or wholly (i. e. in all respects, precisely) that which I even speak to you (I not only Amos , but also declare to you what I am; therefore you have no need to question me) (cf. Winer s Grammar, 464 (432); Buttmann, 253 (218)). ἀρχήν λαμβάνειν, to take beginning, to begin, ὠδίνων, R G plural); τῶν σημείων, ἡμερῶν, τοῦ εὐαγγελίου, that from which the gospel history took its beginning, τῆς ὑποστάσεως, the confidence with which we have made a beginning, opposed to μέχρι τέλους, τά στοιχεῖα τῆς ἀρχῆς, τῆς ἀρχῆς is added for greater explicitness, as in Latin rudimenta prima, Livy 1,3; Justin., hist. 7,5; and prima elamenta, Horat. sat. 1,1, 26, etc.); ὁ τῆς ἀρχῆς τοῦ Χριστοῦ λόγος equivalent to ὁ τοῦ Χριστοῦ λόγος ὁ τῆς ἀρχῆς, i. e. the instruction concerning Christ such as it was at the very outset (cf. Winer s Grammar, 188 (177); Buttmann, 155 (136)), the person or thing that commences, the first person or thing in a series, the leader: that by which anything begins to be, the origin, active cause (a sense in which the philosopher Anaximander, 799-700 B.C.>8th century B.C., is said to have been the first to use the word; cf. Simplicius, on Aristotle, phys. f. 9, p. 326, Brandis edition and 32, p. 334, Brandis edition (cf. Teichmüller, Stud. zur Gesch. d. Begriffe, pp. 48ff 560ff)): ἡ ἀρχή τῆς κτίσεως, of Christ as the divine λόγος, Clement of Alexandria, protrept. 1, p. 6, Potter edition (p. 30 edition Sylb.) ὁ λόγος ἀρχή θεία τῶν πάντων; in Ev. Nicod. c. 23 (p. 308, Tischendorf edition, p. 736, Thilo edition) the devil is called ἡ ἀρχή τοῦ θανάτου καί ῤίζα τῆς ἁμαρτίας).
4. the extremity of a thing: of the corners of a sail, Herodotus 4,60; Diodorus 1,35; others.).
5. the first place, principality, rule, magistracy (cf. English 'authorities') (ἄρχω τίνος): ἄγγελος, 2 (cf. Lightfoot on ἐξουσία, 4{c}. ββ.

Greek Monolingual

η (AM ἀρχή)
1. τοπικό ή χρονικό σημείο απ' όπου ξεκινά κάποιος, η αφετηρία ή η έναρξη
2. η πρώτη αιτία
3. η βάση, η προϋπόθεση
4. το μόνο ή κύριο συστατικό στοιχείο
5. ο κανόνας ο διατυπωμένος επιστημονικά
6. η εξουσία, το κράτος, η κυβέρνηση
7. στον πληθ. οι θεμελιώδεις γνώσεις μιας επιστήμης συστηματικά διατυπωμένες
8. τα δημόσια αξιώματα
9. φρ. «κατ' αρχήν» — χωρίς ουσιώδη αντίρρηση
μσν.
δυνάμεις, εξουσίες αόρατες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρχω. Η αρχαιότερη σημασία της λ. αρχή «έναρξη» μαρτυρείται από την Ιλιάδα και έχει επιβιώσει στη νέα Ελληνική, ενώ ως φιλοσοφικός όρος σημαίνει την πρώτη αιτία, τα πρωταρχικά στοιχεία, σημασία με την οποία πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τον Αναξίμανδρο.
ΠΑΡ. αρχαίος
αρχ.
αρχήθεν, αρχίδιον
νεοελλ.
αρχύτερος.
ΣΥΝΘ. απαρχή, υπαρχή
αρχ.
αυτοαρχή, επαρχή, καταρχή, μεταρχή, προκαταρχή, προϋπαρχή.

Greek Monotonic

ἀρχή: ἡ (ἄρχω
I. 1. αρχή, ξεκίνημα, έναρξη, πρώτη αιτία, σε Όμηρ. κ.λπ.· με πρόθ., ἐξ ἀρχῆς - ἀρχῆθεν, από την αρχή, από παλιά, ανέκαθεν, σε Ηρόδ.· ἐξἀρχῆς πάλιν, εκ νέου, και πάλι, σε Αριστοφ.· ομοίως, ἀπ' ἀρχῆς, σε Ηρόδ., Τραγ.· κατ' ἀρχάς, στην αρχή, αρχικώς, σε Ηρόδ.· απόλ., σε αιτ., ἀρχήν, εν πρώτοις, πρώτιστα, στον ίδ.· ἀρχὴν οὐ, αναμφισβήτητα όχι, καθόλου, Λατ. omnino non, στον ίδ., Αττ.· με αριθμητικά, ἀρχὴν ἕπτα, συνολικά, σε Ηρόδ.
2. τέλος, άκρη επιδέσμου, σχοινιού, σεντονιού, στον ίδ., Ευρ., Κ.Δ.
II. 1. πρώτη εξουσία ή δύναμη, ανώτατη αρχή, κυριαρχία, διοίκηση, σε Ηρόδ., Αττ.· με γεν. πράγμ., ἀρχὴ τῶν νεῶν τῆς θαλάσσης, σε Θουκ. κ.λπ.
2. ανώτατη αρχή, υπέρτατη εξουσία, βασίλειο, σε Ηρόδ., Θουκ.
3. στον πεζό λόγο, εξουσία, αρχή, αξίωμα, σε Ηρόδ., Αττ.· επίσης, διάρκεια ενός αξιώματος, τὴν ἐνιαυσίαν ἀρχήν, σε Θουκ.· αυτά τα αξιώματα αποκτώνται με δύο τρόπους, χειροτονητή, με εκλογή, μέσω ανάτασης χειρών, κληρωτή, μέσω κλήρου, σε Αισχίν.
4. σε πληθ., αἱ ἀρχαί, άρχοντες, «οι αρχές», δηλ. η κυβέρνηση, σε Θουκ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ἀρχή: дор. ἀρχά
1) начало, основание, происхождение (τινος Hom.): (τὸ) ἐξ и ἀπ᾽ ἀρχῆς Pind., Her., Xen., Plat., (τὸ) κατ᾽ ἀρχάς Plat., (τὴν) ἀρχήν Soph., Plat., Arst. и τὰς ἀρχάς Polyb. с самого начала, первоначально, прежде всего; (τὴν) ἀρχὴν οὐ или μή Soph., Her. etc. совсем не(т), нисколько; ἀρχὴν κλύειν ἂν οὐκ ἐβουλόμην Soph. я хотел бы вовсе (этого) не слышать; ἔφη τὴν ἀρχὴν οὐ δεῖν ἐμὲ δεῦρο εἰσελθεῖν Plat. он сказал, что мне вообще не следовало приходить сюда; ἀρχὴν βάλλεσθαι Plat. или ὑποθέσθαι Dem. положить начало;
2) край, конец, предел (τοῦ στρόφου Her.; ἀρχαὶ πεισμάτων Eur.);
3) начало, первопричина, основа, принцип (πράξεων Dem.; ἐπιστημονικαί Arst.);
4) господство (κατὰ θάλατταν Xen.);
5) начальствование, командование (τῶν νεῶν Thuc.);
6) управление, власть (χθονός Soph.);
7) государственная должность (ἀρχὴν εἰσιέναι Dem.; ἀ. χειροτονητή Aeschin.);
8) империя, царство (Κύρου Her., Xen.);
9) представитель власти (лицо или ведомство) (ἡ βουλὴ καὶ αἱ ἄλλαι ἀρχαί Thuc.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: 1. begin, origin (Il.); 2. reign (Pi.; vgl. Deubner Herm. 43, 640).
Derivatives: From 1 : ἀρχαῖος original, ancient, old (Pi.). From 2. ἀρχέτας m. ruler (E.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: ἀρχή is verbal noun of ἄρχω, q. v.

Middle Liddell

ἄρχω
I. a beginning, origin, first cause, Hom., etc.:—with Preps. ἐξ ἀρχῆς = ἀρχῆθεν, from the beginning, from of old, Od., attic; ἐξ ἀρχῆς πάλιν anew, afresh, Ar.:—so, ἀπ' ἀρχῆς Hdt., Trag.:— κατ' ἀρχάς in the beginning, at first, Hdt.:—absol. in acc. ἀρχήν, to begin with, first, Hdt.; ἀρχὴν οὐ absolutely not, not at all, Lat. omnino non, Hdt., attic; with numerals, ἀρχὴν ἑπτά in all, Hdt.
2. the end, corner, of a bandage, rope, sheet, Hdt., Eur., NTest.
II. the first place or power, sovereignty, dominion, command, Hdt., attic; c. gen. rei, ἀρχὴ τῶν νεῶν, τῆς θαλάσσης Thuc., etc.
2. a sovereignty, empire, realm, Hdt., Thuc.
3. in Prose, a magistracy, office, Hdt., attic:—also a term of office, τὴν ἐνιαυσίαν ἀρχήν Thuc.:—these offices were commonly obtained in two ways, χειροτονητή by election, κληρωτή by lot, Aeschin.
4. in pl., αἱ ἀρχαί (as we say) "the authorities, " i. e. the magistrates, Thuc., etc.

Frisk Etymology German

ἀρχή: {arkhḗ}
Grammar: f.
Meaning: 1. Anfang, Ursprung (seit Il.); 2. Herrschaft, Regierung (seit Pi.; vgl. Deubner Herm. 43, 640).
Derivative: Ableitungen : Von 1 : ἀρχαῖος ursprünglich, altertümlich, alt (seit Pi.; vgl. Sandsjoe -αῖος 7 m. A. 1) mit dem Abstraktum ἀρχαιότης f. Altertümlichkeit (Pl., D. H. usw.) und zwei späten Denominativa: 1. ἀρχαΐζω altertümlich sein, vom Stil usw. (D. H., Plu.) mit ἀρχαϊσμός Altertümlichkeit in Stil und Sprache (Men., D. H. usw.); 2. (ἀρχαιόομαι :) ἀρχαιωθείς (χρόνος) veraltet (Pap. VIp). Von ἀρχαῖος auch ἀρχαϊκός altmodisch (Ar., Antiph. usw.; vgl. Chantraine Formation 393). — Von 2: ἀρχικός zur Herrschaft gehörig, zum Herrschen befähigt (A., Th., Pl. usw.; vgl. Chantraine 386), später auch auf 1. ἀρχή bezogen (Phld. u. a.). Ferner das Deminutivum (in verächtlichem Sinn) ἀρχίδιον (Ar., D.) und die gewöhnliche Ortsbezeichnung ἀρχήϊον, ἀρχεῖον Regierungsgebäude, sekundär Behörde, mit ἀρχειώτης (Dig.) und ἀρχειωτικός (Lyd.); das dorisierte ἀρχέτας m. Herrscher, zum Herrscher gehörig (E.), das auch auf ἄρχω zurückgehen könnte (Schwyzer 500); drei Titel von Priesterinnen: ἀρχῖτις (Thasos), ἀρχίνη (Syros), beide falsch mit -ει- geschrieben, und ἀρχηΐς (Amyklai). — Das denominative ἀρχεύω der erste sein, gebieten (ep. seit Il.), auch als beamtlicher Terminus (Paphos, Kos), gehört wohl eher zu ἀρχός, s. d., falls nicht einfach eine Erweiterung von ἄρχω nach βασιλεύω, ἀριστεύω.
Etymology : ἀρχή ist Verbalnomen von ἄρχω, s. d.
Page 1,158

Chinese

原文音譯:¢rc» 阿而黑
詞類次數:名詞(58)
原文字根:原始(的)
字義溯源:開始,開端,起源,起頭,起先,起初,太初,由來,領土,勢力範圍,統治,執政的,掌權的,原始,元始,本位,政;源自(ἄρχω)=著手);而 (ἄρχω)出自(ἄρχω)*=為首)。無論從時間(開始,起源,由來)或從等級(領土,勢力範圍,統冶)來看,這字總是表示‘首要’之意。在新約,這字在時間上就譯為:開頭( 太24:8; 可1:1);在權勢和統治上就譯為:執政的( 林前15:24; 弗1:25);當新天新地來到,新耶路撒冷降臨時,那坐寶座的就宣告說:我是阿拉法,我是俄梅戛,我是始,我是終( 啓21:6);那必快來的也說:我是阿拉法,我是俄梅戛,我是首先的,我是末後的,我是初,我是終( 啓22:13)
出現次數:總共(59);太(4);可(5);路(3);約(8);徒(4);羅(1);林前(1);弗(3);腓(1);西(4);帖後(1);多(1);來(6);彼後(1);約壹(8);約貳(2);猶(1);啓(5)
譯字彙編
1) 起初(21) 太19:4; 太19:8; 可10:6; 路1:2; 約8:25; 約8:44; 徒26:4; 帖後2:13; 來1:10; 來3:14; 彼後3:4; 約壹1:1; 約壹2:7; 約壹2:13; 約壹2:14; 約壹2:24; 約壹2:24; 約壹3:8; 約壹3:11; 約貳1:5; 約貳1:6;
2) 執政的(7) 弗1:21; 弗3:10; 弗6:12; 西1:16; 西2:10; 西2:15; 多3:1;
3) 起頭(6) 太24:8; 太24:21; 可1:1; 可13:8; 約6:64; 約15:27;
4) 起先(2) 約16:4; 來2:3;
5) 角(2) 徒10:11; 徒11:5;
6) 開始(2) 腓4:15; 來7:3;
7) 太初(2) 約1:1; 約1:2;
8) 始(2) 啓1:8; 啓1:11;
9) 初(2) 啓21:6; 啓22:13;
10) 元始(1) 西1:18;
11) 開瑞(1) 來5:12;
12) 原始者(1) 啓3:14;
13) 本位(1) 猶1:6;
14) 開端(1) 來6:1;
15) 當初(1) 徒11:15;
16) 他們就開始(1) 可14:19;
17) 之初(1) 可13:19;
18) 官吏(1) 路12:11;
19) 政(1) 路20:20;
20) 掌權的(1) 羅8:38;
21) 頭一件(1) 約2:11;
22) 執政者(1) 林前15:24

English (Woodhouse)

authority, beginning, empire, government, kingdom, magistracy, origin, power, principle, rule, source, sovereignty, spring, chief place, first cause, igin, supreme power, tenure of office

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)