ἀριστώδιν
English (LSJ)
[ᾰ], ῑνος, ὁ, ἡ, A bearing the best children, Ἀθῆναι APl.4.221 (Theaet.).
German (Pape)
[Seite 353] ινος, die trefflichsten gebärend, Ἀθῆναι Theaet. Schol. 4 (Plan. 221); Nonn. D. 5, 258. 9, 148.
Greek (Liddell-Scott)
ἀριστώδῑν: ῑνος, ὁ, ἡ, ὁ γεννῶν τὰ ἄριστα τέκνα, Ἀνθ. Πλαν. 221.
French (Bailly abrégé)
ινος (ἡ) :
qui enfante de nobles fils.
Étymologie: ἄριστος, ὠδίς.
Spanish (DGE)
(ἀριστώδῑν) -ῑνος
• Prosodia: [ᾰ-]
adj. fem. que pare los mejores hijos Ἀθῆναι AP 16.221 (Theaet.), ἄνασσα (Eudocia) AP 1.10.9, γυνή Nonn.D.18.124, Rea, Nonn.D.9.148
•fig. que produce los mejores frutos τέχνη Paul.Sil.Soph.199, μῆτις ἀ. ... βασιλῆος Paul.Sil.Soph.281.
Greek Monolingual
ἀριστώδιν (-ινος), η (Α)
αυτή που γεννά άριστα παιδιά (αποδίδεται στην πόλη των Αθηνών και στη δεξιοτεχνία του καλλιτέχνη).
[ΕΤΥΜΟΛ. < άριστος + ωδίς, -ίνος (η) «οι πόνοι του τοκετού»].
Greek Monotonic
ἀριστώδῑν: -ῖνος, ὁ, ἡ, αυτός που γεννά τα άριστα τέκνα, σε Ανθ.