ἐμφύτευμα

From LSJ
Revision as of 20:44, 27 April 2022 by Spiros (talk | contribs)

Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία → Incolumitas est corporis nostri sopor → Der rechte Weg ist zur Gesunderhaltung Schlaf

Menander, Monostichoi, 520
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμφῠ́τευμα Medium diacritics: ἐμφύτευμα Low diacritics: εμφύτευμα Capitals: ΕΜΦΥΤΕΥΜΑ
Transliteration A: emphýteuma Transliteration B: emphyteuma Transliteration C: emfytevma Beta Code: e)mfu/teuma

English (LSJ)

ατος, τό, in Roman law, hereditary leasehold held on cultivating tenure, Just.Nov.7.3.2; quitrent paid on such property, Cod.Just.1.4.32, PMasp.298.40 (vi A. D.).

German (Pape)

[Seite 820] τό, ein in Erbpacht gegebenes Gut, Novell.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 arrendamiento o cesión perpetua del dominio útil de un terreno, enfiteusis ἐκ προοιμίων τοῦ χρόνου τοῦ ἐμφυτεύματος Iust.Nou.120.1.2, cf. 7.3.2, 7.7.
2 canon anual pagado por el arrendamiento enfitéutico Cod.Iust.1.4.32, en dinero ἀπὸ τοῦ ἐμφ(υτεύματος) καρπ(ῶν) ... χρυσοῦ κερ(άτια) ἕξ BGU 2193.2, ἐτήσιον ἀπότακτον ἤτοι ἐ. PMasp.299.40 (ambos VI d.C.), en especie PMerton 47.3 (VI/VII d.C.).

Greek Monolingual

το (AM ἐμφύτευμα)
νεοελλ.
ξένο κτήμα που αναλαμβάνει να καλλιεργήσει κάποιος μακροχρόνια με ετήσιο μίσθωμα
αρχ.-μσν.
1. η ανάληψη μισθώσεως κτήματος για καλλιέργεια που στηρίζεται σε κληρονομικό δικαίωμα
2. το μίσθωμα που καταβάλλεται για τέτοιο κτήμα.