ἐπιμανθάνω

From LSJ
Revision as of 13:00, 20 April 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιμανθάνω Medium diacritics: ἐπιμανθάνω Low diacritics: επιμανθάνω Capitals: ΕΠΙΜΑΝΘΑΝΩ
Transliteration A: epimanthánō Transliteration B: epimanthanō Transliteration C: epimanthano Beta Code: e)pimanqa/nw

English (LSJ)

A learn besides or after, opp. προμανθάνω, Th.1.138: c.inf., Hdt.1.131; εἰ . . Id.2.160.

German (Pape)

[Seite 960] (s. μανθάνω), dazu, danach lernen, Her. 1, 131. 2, 160; Ggstz προμανθάνω, Thuc. 1, 138; Xen. Oec. 10, 10.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιμανθάνω: μέλλ. -μᾰθήσομαι, μανθάνω προσέτι ἢ μετὰ ταῦτα, ἀντίθετον τῷ προμανθάνω, Θουκ. 1. 138· μετ’ ἀπαρ., Ἡρόδ. 1. 131· εἰ.. ὁ αὐτ. 2. 160.

French (Bailly abrégé)

apprendre en outre ou ensuite.
Étymologie: ἐπί, μανθάνω.

Greek Monolingual

ἐπιμανθάνω (Α) μανθάνω
μαθαίνω επί πλέον ή μαθαίνω κατόπιν («oὔτε προμαθὼν ἐς αὐτὴν οὐδὲν οὔτ’ ἐπιμαθών», Θουκ.).

Greek Monotonic

ἐπιμανθάνω: μέλ. -μᾰθήσομαι, μαθαίνω επιπλέον ή μετά από, σε Ηρόδ., Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιμανθάνω: (fut. ἐπιμαθήσομαι) впоследствии узнавать, после научиться (ποιεῖν τι Her.; τὸ μὲν ἐπιδιδάξαι, τὸ δὲ ἐπιμαθεῖν Xen.): οὔτε προμαθὼν ἐς τὴν οἰκείαν ξύνεσιν, οὐδέν, οὔτ᾽ ἐπιμαθών Thuc. (Фемистокл), ничего не сделавший ни для того, чтобы приобрести свои дарования, ни для того, чтобы развить их.

Middle Liddell

fut. -μᾰθήσομαι
to learn besides or after, Hdt., Thuc.