ἐπισχίζω

Revision as of 17:40, 22 May 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "</span> ;" to "</span>;")

English (LSJ)

A cleave at top, ἄρουραν A.R.2.662; τὸν φλοιόν Str.16.2.41; split the end of a bandage, Sor.Fasc.12.514C., cf. 510C.:— Pass., Dsc.3.147.

German (Pape)

[Seite 988] auf der Oberfläche spalten, einspalten, ἄρουραν Ap. Rh. 2, 662; φλοιόν, einritzen, Strab. XVI, 763.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισχίζω: σχίζω, αὐλακίζω τὴν ἐπιφάνειάν τινος, ἐπισχίζοντες ἄρουραν, ἐπὶ ἀροτριώντων βοῶν, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 662· τὸν φλοιὸν ἐπισχίσαντες Στράβ. 763. ― Παθ., ἐπισχιζόμεναι, σχιζόμεναι εἰς μικροτέρας διακλαδώσεις, Μελέτ. ἐν Ἀν. Ὀξ. 3. 28, 23.

Greek Monolingual

ἐπισχίζω (Α)
1. σχίζω, αυλακώνω στην επιφάνεια («τὸν φλοιὸν ἐπισχίσαντες», Στράβ.)
2. σχίζω την άκρη επιδέσμου.