ἐσχατοκόλλιον
From LSJ
Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fides → Vertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht
English (LSJ)
τό, A end of a papyrus roll, Mart.2.6.3; cf. πρωτὁκολλον.
Greek Monolingual
ἐσχατοκόλλιον και ἐσχατόκολλον, τὸ (Α)
το τελευταίο φύλλο που κολλιέται στον κύλινδρο παπύρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έσχατος + θ. κόλλ- του ρ. κολλώ + κατάλ. -ιον].