ἔνθρυσκον

From LSJ
Revision as of 18:35, 5 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "q.v." to "q.v.")

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔνθρυσκον Medium diacritics: ἔνθρυσκον Low diacritics: ένθρυσκον Capitals: ΕΝΘΡΥΣΚΟΝ
Transliteration A: énthryskon Transliteration B: enthryskon Transliteration C: enthryskon Beta Code: e)/nqruskon

English (LSJ)

τό, A = ἄνθρυσκον (q.v.).

German (Pape)

[Seite 843] τό, od. ἄνθρυσκον, ein wildwachsendes Doldengewächs, Pherecrat. Ath. VII, 316 e.

Greek (Liddell-Scott)

ἔνθρυσκον: τό, ἴδε ἐν λ. ἄνθρυσκον.

Spanish (DGE)

v. ἄνθρυσκον.

Greek Monolingual

ἔνθρυσκον και ἄνθρυσκον, το (Α)
άγριο φυτό με σκιαδωτό άνθος, κατά το λεξικό Σούδα παρόμοιο με τον άνηθο και τον μάραθο.