ἡλιαστής

From LSJ
Revision as of 10:04, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs)

Ὡς ἡδὺ κάλλος, ὅταν ἔχῃ νοῦν σώφρονα → Quam dulce facies pulchra cum ingenio probo → Wie froh macht Schönheit, wenn sie klugen Sinn besitzt

Menander, Monostichoi, 555
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡλιαστής Medium diacritics: ἡλιαστής Low diacritics: ηλιαστής Capitals: ΗΛΙΑΣΤΗΣ
Transliteration A: hēliastḗs Transliteration B: hēliastēs Transliteration C: iliastis Beta Code: h(liasth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,
A (ἡλιαία 2) heliast, Ar.V.206,891, Eq. 255, IG12.63.14, etc.
II fuller = Lat. lutor, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1160] ὁ, der Richter in der Heliaia (s. oben unter ἡλιαία), Ar. Equ. 255 u. öfter; ἡλιαστῶν ὅρκος, s. Dem. 24, 149-151.

Greek (Liddell-Scott)

ἡλιαστής: -οῦ, ὁ, (ἡλιαία 2), δικαστὴς ἐν τῇ Ἠλιαίᾳ, Ἀριστοφ. Σφ. 206, 891, Ἱππ. 255, κτλ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
héliaste, juge membre de l’Héliée, tribunal populaire athénien.
Étymologie: ἡλιάζομαι.

Greek Monolingual

ἡλιαστής, ὁ (Α) ηλιάζομαι
1. δικαστής που αποτελούσε μέλος του δικαστηρίου της ηλιαίας
2. (γλώσσ.) γναφέας, λευκαντής μαλλιών ή μάλλινων υφασμάτων.

Greek Monotonic

ἡλιαστής: -οῦ, ὁ, δικαστής στο δικαστήριο της Ηλιαίας, Ηλιαστής, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἡλιαστής: οῦ ὁ гелиаст, член гелиеи (суда присяжных в Афинах) Arph., Dem.

Middle Liddell

ἡλιαστής, οῦ,
a juryman of the court ἡλιαία, a Heliast, Ar.