ἰσάζω

From LSJ
Revision as of 16:10, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσάζω Medium diacritics: ἰσάζω Low diacritics: ισάζω Capitals: ΙΣΑΖΩ
Transliteration A: isázō Transliteration B: isazō Transliteration C: isazo Beta Code: i)sa/zw

English (LSJ)

—Pass., fut. A ἰσασθήσομαι Arist.EE 1243b31: aor. 1 ἰσάσθην Id.EN1133a14: pf. ἴσασμαι ib.b5: (ἴσος):— make equal, balance, of a person holding scales, σταθμὸν . . καὶ εἴριον . . ἀνέλκει ἰσάζουσ' Il.12.435; ἰ. τὰς κτήσεις to equalize them, Arist.Pol. 1265a38; ἰ. τὸ ἄνισον Id.EN1132a7; τὴν φιλίαν ib.1163b33:—Med., make oneself equal to another, οὕνεκ' ἄρα Λητοῖ ἰσάσκετο (sc. Νιόβη) Il. 24.607:—Pass., to be made or to be equal, θεοῖς Pl.Ti.41c: abs., Arist. EN1133a14, al.; μήκει ποδὸς ἴχνος ἰσάζεται Nic.Th.286; δίστιχα ψήφοισιν ἰσάζεται AP9.356 (Leon.). II intr. in Act., to be equal, Pl.Lg.773a, Arist.EN1154b24; ἀλλήλοις Id.Pol.1304a39. 2 to be even, normal, Hp.Morb.4.49. [ῑ in Hom.; ῐ in Nic.Th.286, 886.]

German (Pape)

[Seite 1262] gleich machen; von einer wägenden Frau, σταθμὸν ἔχουσα καὶ εἴριον ἀμφὶς ἀνέλκει ἰσάζουσα Il. 12, 435; τὰς κτήσεις Arist. pol. 2, 6; pass., ἀνάγκη πρότερον ὑπάρχειν τὴν ἀνισότητα αὐτοῖς τοῦ ἰσασθῆναι Metaph. 13, 4; ἰσάζεται ψήφοις δίστιχα Leon. Al. 14 (IX, 356); med., sich gleichstellen, gleichachten, Λητοῖ ἰσάσκετο Il. 24, 607; gleichkommen, δι' ἐμοῦ ταῦτα γιγνόμενα θεοῖς ἰσάζοιτ' ἄν Plat. Tim. 41 c; auch im act. intr., gleich sein, Legg. VI, 773 a; Pol. 6, 29, 5; D. Sic. 17, 1. [Hom. braucht ι lang.]

Greek (Liddell-Scott)

ἰσάζω: μέλλ. άσω: - Παθ. μέλλ. ἰσασθήσομαι Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 10, 26: ἀόρ. ἰσάσθην: πρκμ. ἴσασμαι: (ἴσος). Κάμνω τι ἴσον, φέρω εἰς ἰσορροπίαν, ἐπὶ ἀνθρώπου ζυγίζοντος, γυνὴ χερνῆτις.. σταθμὸν ἔχουσα.. ἀμφὶς ἀνέλκει ἰσάζουσ’ Ἰλ. Μ. 435· ἰσ. τὰς κτήσεις, ἴσας ποιεῖν, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 6, 10· ὥστε τὸ ἄδικον τοῦτο ἄνισον ὂν ἰσάζειν πειρᾶται ὁ δικαστὴς ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 5. 4, 4. πρβλ. 9. 1, 1. - Μέσ., θέλω νὰ κάμνω ἐμαυτὸν ἴσον πρός τινα, οὕνεκ’ ἄρα Λητοῖ ἰσάσκετο (δηλ. ἡ Νιόβη) Ἰλ. Ω. 607. - Παθ., γίνομαι ἢ εἶμαι ἴσος τινί, θεοῖς Πλάτ. Τίμ. 41C, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 5, 9, κ. ἀλλ.· μηκέτι μὲν ποδὸς ἴχνος ἰσάζεται, κατὰ τὸ βάδισμα, Νικ. Θηρ. 286. ΙΙ. ἀμεταβ. ἐν τῷ ἐνεργ., εἶμαι ἴσος, Πλάτ. Νόμ. 773Α, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 14, 8, Πολιτικ. 5. 4, 11, κ. ἀλλ. ῑ παρ’ Ὁμήρῳ· ῐ ἐν Νικ. Θηρ. 286, 886.

French (Bailly abrégé)

f. ἰσάσω : Pass. ao. ἰσάσθην, pf. ἴσασμαι;
1 tr. rendre égal, égaliser, acc. ; Pass. être égalisé ou égalé à : τινι ou πρός τινα, à qqn;
2 intr. être égal à, semblable à;
Moy. ἰσάζομαι devenir ou se rendre égal à, τινι.
Étymologie: ἴσος.

Greek Monolingual

και ισιάζω και σιάζω και σάζω (ΑΜ ἰσάζω, Μ και σάζω, ἐσιάζω, ἰσιάζω, σιάζω)
βλ. σιάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴσος. Ο τ. σιάζω είτε < ἰσάζω με επίδραση του ἴσιος είτε απευθείας από το ἴσιος, με σίγηση του προτονικού (στο ρήμα) φωνήεντος ι- (πρβλ. ()γούμενος, ()βρίζω, ()ψηλός κ.ά.].

Greek Monotonic

ἰσάζω: μέλ. -άσω· Παθ., αόρ. αʹ ἰσάσθην, παρακ. ἴσασμαι (ἴσοςεξισώνω, εξισορροπώ, εξομοιώνω, λέγεται για πρόσωπο που κρατά ζυγαριά, που ζυγίζει, σε Ομήρ. Ιλ.· ἰσάζω τὰς κτήσεις, τις κάνω ισάξιες, ίσες, σε Αριστ. — Μέσ., εξομοιώνομαι, θέλω να κάνω τον εαυτό μου ίσο με κάποιον άλλο, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἰσάζω: (fut. ἰσάσω; pass.: fut. ἰσασθήσομαι, aor. ἰσάσθην, pf. ἴσασμαι)
1) выравнивать, уравновешивать: σταθμὸν ἔχουσα καὶ εἴριον ἀμφὶς ἀνέλκει ἰσάζουσα Hom. (домовитая хозяйка), держащая весы и поровну развешивающая шерсть;
2) делать равным, уравнивать (τὸ ἄνισον, τὰς κτήσεις Arst.): (Νιόβη) Λητοῖ ἰσάσκετο Hom. Ниоба равняла себя с Лето; δεῖ ἰσασθῆναι τὸ κέρδος πρὸς τὴν τιμήν Arst. необходимо, чтобы вознаграждение было приведено в соответствие с должностью; ἰσασθεισῶν τῶν ψήφων Arst. если голоса разделились поровну;
3) быть равным, равняться (ταῖς δυνάμεσιν Arst.; κατὰ τὸ μῆκος Polyb.): ἐὰν τἄλλα ἰσάζῃ Plat. при прочих равных (условиях).

Middle Liddell

ἰσάζω, ἴσος
to make equal, to balance, of a person holding scales, Il.; ἰς. τὰς κτήσεις to equalise them, Arist.: —Mid. to make oneself equal to another, Il.