ἵππαιχμος

From LSJ
Revision as of 16:18, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἵππαιχμος Medium diacritics: ἵππαιχμος Low diacritics: ίππαιχμος Capitals: ΙΠΠΑΙΧΜΟΣ
Transliteration A: híppaichmos Transliteration B: hippaichmos Transliteration C: ippaichmos Beta Code: i(/ppaixmos

English (LSJ)

ον, A fighting on horseback, equestrian, Pi.N.1.17.

German (Pape)

[Seite 1257] zu Pferde kämpfend, λαός, Pind. N. 1, 17.

Greek (Liddell-Scott)

ἵππαιχμος: -ον, ὁ μαχόμενος ἀπὸ ἵππου, ἕφιππος πολεμιστής, Πινδ. Ν. 1. 25.

English (Slater)

ἵππαιχμος
   1 of armed horsemen ὤπασε δὲ Κρονίων πολέμου μναστῆρά οἱ χαλκεντέος λαὸν ἵππαιχμον (N. 1.17)

Greek Monolingual

ἵππαιχμος, -ον (Α)
αυτός που πολεμά έφιππος («λαὸν ἵππαιχμον», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -αιχμος (< αἰχμή «μάχη»), πρβλ. αρέτ-αιχμος, σύν-αιχμος].

Russian (Dvoretsky)

ἵππαιχμος: ὁ сражающийся верхом, конный (λαός Pind.).