ὁμοιοβαρής
From LSJ
ὀρχούμενός τις καὶ τὴν τοῦ Κρόνου τεκνοφαγίαν παρωρχεῖτο → a dancer was presenting Kronos who devoured his children, an actor portrayed Kronos who devoured his children
English (LSJ)
ές, A equally heavy, Arist.Cael.273b23.
German (Pape)
[Seite 334] ές, gleich schwer, Arist. de Coel. 1, 6.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμοιοβᾰρής: -ές, ὁ ἔχων ὅμοιον βάρος, ἰσοβαρής, Ἀριστ. π. Οὐρ. 1. 6, 6.
Greek Monolingual
-ές (Α ὁμοιοβαρής, -ές)
αυτός που έχει το ίδιο βάρος, ισοβαρής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + -βαρής (< βάρος), πρβλ. ισο-βαρής].
Russian (Dvoretsky)
ὁμοιοβᾰρής: одинаково тяжелый, такого же веса Arst.