ὑποθωπεύω

Revision as of 12:40, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

English (LSJ)

A win by flattery, Ar.Ach.639 (anap.), V.610 (anap.), D.H.7.34, Philostr.VS1.21.4: abs., οὐδὲν ὑποθωπεύσας without using any flattery, Hdt.1.30; εἴργασταί μοι μηδὲν -εύσας ὁ λόγος Chor.3.84 p.69 F.-R.

German (Pape)

[Seite 1218] ein wenig, heimlich, unvermerkt schmeicheln, liebkosen; Her. 1, 30; τινά, Ar. Ach. 614 Vesp. 610; D. Hal. 7, 34.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποθωπεύω: θωπεύω ὀλίγον, κολακεύω, διὰ κολακείας ἑλκύω τινὸς τὴν συμπάθειαν, Ἀριστοφ. Ἀχ. 639, Σφ. 610· - ἀπολύτ., οὐδὲν ὑποθωπεύσας, χωρὶς νὰ κάμῃ χρῆσιν κολακείας τινός, Ἡρόδ. 1. 30.

French (Bailly abrégé)

caresser ou flatter doucement, acc..
Étymologie: ὑπό, θωπεύω.

Greek Monolingual

Α
κολακεύω κάποιον σε μικρό βαθμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + θωπεύω «κολακεύω»].

Greek Monotonic

ὑποθωπεύω: μέλ. -σω, κολακεύω λίγο, αποκτώ, κερδίζω την εύνοια κάποιου ή κατακτώ, αποσπώ με κολακεία, σε Αριστοφ.· απόλ., χρησιμοποιώ κολακεία, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ὑποθωπεύω: ласкать, ласково поглаживать (τινά Arph.): οὐδὲν ὑποθωπεύσας Her. без всякой лести.

Middle Liddell

fut. σω
to flatter a little, win by flattery, Ar.:—absol. to use flattery, Hdt.