ὑποκαθέζομαι

From LSJ
Revision as of 19:05, 11 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "v.l. " to "v.l. ")

καὶ τῇ ὧν λέγεις καὶ φθέγγῃ ἡρωικῇ ἀληθείᾳ ἀρκούμενος, εὐζωήσεις → and satisfied with heroic truth in every word and sound which you utter, you will live happy

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποκαθέζομαι Medium diacritics: ὑποκαθέζομαι Low diacritics: υποκαθέζομαι Capitals: ΥΠΟΚΑΘΕΖΟΜΑΙ
Transliteration A: hypokathézomai Transliteration B: hypokathezomai Transliteration C: ypokathezomai Beta Code: u(pokaqe/zomai

English (LSJ)

A lie in ambush, Anon. ap. Suid., Onos.6.7; late aor. ὑποκαθεσθῆναι, sink, settle down, Sch.Th.3.89, Gp.6.18 (v.l. ἐπικ-).

German (Pape)

[Seite 1218] (s. ἕζομαι), = ὑποκάθημαι, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποκαθέζομαι: μέλλ. -εδοῦμαι, ἀποθ. καθέζομαι κρυφίως, χάριν ἐνέδρας), Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.· μεταγεν. ἀόρ. ὑποκαθέσθην, κατεκάθισα, «τὸ μέρος τῆς γῆς ὑποκαθέσθη», Σχόλ. εἰς Θουκυδ. 2. 89, Γεωπον. 6. 18 (ἐπικ· εἶναι πλημμ. γραφ.).

Greek Monolingual

ΜΑ
(αποθ.) (ο παθ. αόρ.) ὑποκαθέσθην
έπαθα καθίζηση («τὸ μέρος τῆς γῆς... ὑποκαθέσθη καὶ ταπεινότερον ἐγένετο», Σχολ. Θουκ.)
αρχ.
κάθομαι κάπου χωρίς να γίνομαι αντιληπτός και, κυρίως, στήνω ενέδρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + καθέζομαι «κάθομαι»].