ποιμένιος
From LSJ
κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)
English (LSJ)
α, ον, rare synonym of ποιμενικός, κάματοι, δόναξ, AP 6.73 (Maced.), APl.4.226 (Alc.).
German (Pape)
[Seite 651] seltnere poet. Form statt ποιμενικός; Col. 109; νάπαι, Ep. ad. 647 (VII, 717); δόναξ, Alc. 12 (Plan. 226); Jac. A. P. p. 866.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ποιμένιος -α -ον [ποιμήν] herders-.
Russian (Dvoretsky)
ποιμένιος: Anth. = ποιμενικός.
Greek (Liddell-Scott)
ποιμένιος: -α, -ον, σπάνιος τύπος τοῦ ποιμενικός, Ἀνθ. Π. 6. 73, 8. 22, κλπ.
Greek Monolingual
-α, -ον, Α ποιμήν, -μένος
σπάν. τ. του ποιμενικός.
Greek Monotonic
ποιμένιος: -α, -ον, = ποιμενικός, σε Ανθ.
Middle Liddell
ποιμένιος, η, ον = ποιμενικός, Anth.]