πολυρραφής
From LSJ
English (LSJ)
ές, = πολύρραπτος (much-sewn, well-stitched), EM 148.37.
Greek Monolingual
-ές, ΜΑ
πολύρραφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -ρραφής (< ῥαφή, πρβλ. νεο-ρραφής].
German (Pape)
ές, vielfach zusammengenäht, Nonn.
Full diacritics: πολυρρᾰφής | Medium diacritics: πολυρραφής | Low diacritics: πολυρραφής | Capitals: ΠΟΛΥΡΡΑΦΗΣ |
Transliteration A: polyrraphḗs | Transliteration B: polyrraphēs | Transliteration C: polyrrafis | Beta Code: polurrafh/s |
ές, = πολύρραπτος (much-sewn, well-stitched), EM 148.37.
-ές, ΜΑ
πολύρραφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -ρραφής (< ῥαφή, πρβλ. νεο-ρραφής].
ές, vielfach zusammengenäht, Nonn.