νοόπλαγκτος
From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
English (LSJ)
ον, = νοοπλανής (wandering in mind, deranged, distracting the mind) 1, Nonn. D. 9.255.
Greek (Liddell-Scott)
νοόπλαγκτος: -ον, = τῷ ἑπομ. Ι, Νόνν. Διον. 9. 255.
Greek Monolingual
νοόπλαγκτος, -ον (Α)
νοοπλανής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόος / νοῦς + πλαγκτός (< πλάζω «περιπλανιέμαι»), πρβλ. θαλασσό-πλαγκτος, ουρανό-πλαγκτος].
German (Pape)
= νοοπλανής, Nonn. D. 9.255.