φωνίς
From LSJ
ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον → though I speak with the tongues of men and of angels and have not charity I am become as sounding brass or a tinkling cymbal
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, = φωνίον (quiet voice), Hdn. Gr. 1.94, 2.859.
Greek Monolingual
-ίδος, η, ΝΑ, και φωνίδα Ν
νεοελλ.
μετρολ. άλλη ονομασία της μονάδας φων
αρχ.
φωνίον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωνή + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. πινακ-ίς / -ίδα). Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. γαλλ. phone (< φωνή)].