πολυχρώματος

From LSJ
Revision as of 15:34, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυχρώμᾰτος Medium diacritics: πολυχρώματος Low diacritics: πολυχρώματος Capitals: ΠΟΛΥΧΡΩΜΑΤΟΣ
Transliteration A: polychrṓmatos Transliteration B: polychrōmatos Transliteration C: polychromatos Beta Code: poluxrw/matos

English (LSJ)

ον, = πολύχροος (many-coloured, many-colored, variegated), Pl. ap. Poll.4.48, Str. 15.1.22, Ph.1.383.

German (Pape)

[Seite 677] = πολύχροος, Strab. XV.

Greek (Liddell-Scott)

πολυχρώμᾰτος: -ον, = πολύχροος, Πλάτων παρὰ Πολυδ. Δ΄, 48, Στράβ. 694.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολυχρώματος, -ον, ΝΑ
αυτός που έχει πολλά χρώματα, πολύχρωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -χρώματος (< χρώμα, -ατος), πρβλ. λευκο-χρώματος].

Greek Monotonic

πολυχρώμᾰτος: -ον, = πολύχροος, σε Στράβ.

Russian (Dvoretsky)

πολυχρώμᾰτος: Plat. = πολύχροος.

Middle Liddell

πολυχρώμᾰτος, ον, = πολύχροος, Strab.]