γοργώψ

From LSJ
Revision as of 08:45, 23 May 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " ;" to ";")

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γοργώψ Medium diacritics: γοργώψ Low diacritics: γοργώψ Capitals: ΓΟΡΓΩΨ
Transliteration A: gorgṓps Transliteration B: gorgōps Transliteration C: gorgops Beta Code: gorgw/y

English (LSJ)

ῶπος, ὁ, ἡ, = γοργωπός (fierce-eyed, grim-eyed), E. El. 1257, Or. 261 ; — fem. γοργῶπις, ιδος, of Athena, S. Aj. 450, Fr. 844.

German (Pape)

[Seite 503] ῶπος, ὁ, ἡ, dass., Eur. El. 1257 u. öfter.

French (Bailly abrégé)

ῶπος (ὁ, ἡ)
c. γοργωπός.

Spanish (DGE)

-ῶπος
1 de mirada terrorífica γοργῶπες ... ὀμμάτων αὐγαί E.HF 131, de las Erinis, E.Or.261.
2 ornado con la cara de la Gorgona de la égida, E.El.1257.

Greek Monolingual

γοργώψ (-ῶπος), ο, η (θηλ. και γοργώπις, η) (Α)
1. ο γοργωπός
2. θηλ. γοργῶπις, η
επίθετο της Αθηνάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γοργός + -ωψ, -ωπός < ωψ (ωπός) «όψη, μάτι, πρόσωπο» (πρβλ. γλαυκώψ και για το θηλ. πρβλ. γλαυκώπις, ελικώπις, ευώπις κ.α)].

Russian (Dvoretsky)

γοργώψ: ῶπος adj. Eur. = γοργωπός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γοργώψ -ῶπος Γοργώ, ὤψ] met het hoofd van de Gorgo (gezegd van het schild van Athena); Eur. El. 1257; overdr. met grimmige, angstaanjagende blik.