ἡλιοκαής

From LSJ
Revision as of 16:05, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡλιοκᾰής Medium diacritics: ἡλιοκαής Low diacritics: ηλιοκαής Capitals: ΗΛΙΟΚΑΗΣ
Transliteration A: hēliokaḗs Transliteration B: hēliokaēs Transliteration C: iliokais Beta Code: h(liokah/s

English (LSJ)

ές, (κάω, καίω) A sunburnt, Luc.Lex.2; ὄστρακον v.l. in Dsc.2.2: -καές, τό, name of a powder, Orib.Fr.115.

German (Pape)

[Seite 1162] ές, von der Sonne verbrannt; χρίεσθαι τὸ ἡλιοκαές Luc. Lexiph. 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἡλιοκᾰής: -ές, (κάω, καίω) κεκαυμένος ὑπὸ τοῦ ἡλίου, Λουκ. Λεξιφ. 2· ἴδε τὸ ἑπόμ.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
brûlé par le soleil.
Étymologie: ἥλιος, καίω.

Greek Monolingual

-ές (Α ἡλιοκαής, -ές)
ο καμένος από τον ήλιο, ηλιοκαμένος
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τo ἡλιοκαές
είδος φαρμακευτικής σκόνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο- + -καης (< καίω), πρβλ. δια-καής, πυρι-καής].

Russian (Dvoretsky)

ἡλιοκᾰής: обожженный солнцем Luc.