μετεισέρχομαι

From LSJ
Revision as of 04:40, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετεισέρχομαι Medium diacritics: μετεισέρχομαι Low diacritics: μετεισέρχομαι Capitals: ΜΕΤΕΙΣΕΡΧΟΜΑΙ
Transliteration A: meteisérchomai Transliteration B: meteiserchomai Transliteration C: meteiserchomai Beta Code: meteise/rxomai

English (LSJ)

pass into, Phot. s.v. ἐρινάζειν.

Greek (Liddell-Scott)

μετεισέρχομαι: ἔκ τινος μέρους εἰσέρχομαι εἰς ἄλλο, ἐπὶ τῶν ψηνῶν τῶν ἐκ τῶν ἐρινεῶν μετεισερχμένων εἰς τὸν τῶν ἡμέρων συκῶν καρπόν, Φώτιος ἐν λ. ἐρινάζειν.

Greek Monolingual

μετεισέρχομαι (Α)
(για ένα είδος μικρών εντόμων) βγαίνω από τον καρπό της άγριας συκιάς και μπαίνω στον καρπό της ήμερης.